3,276,318
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0946.png Seite 946]] in einer Reihe neben oder hinter einander stehen, [[ἐφεξῆς]] εἶναι κατὰ [[βάθος]], Poll. 1, 127; ἡ ἑκατοστὺς στοιχοῦσα ἑπέσθω, in einer langen Reihe, Xen. Cyr. 6, 3, 34. Dah. = folgen, στοιχεῖν τῇ προθέσει τινός, Pol. 28, 5, 6; N. T.; die athenischen Epheben schworen nach Poll. 8, 105 u. Stob. Floril. 43, 48 οὐδ' ἐγκαταλείψω τὸν παραστάτην, ὅτῳ ἂν στοιχήσω, neben dem ich in Reihe und Glied stehen werde – Bes. von Tanzenden, beim Reigen neben einander, [[in einem]] Gliede stehen, Jac. Philostr. 647. – Übertr., beitreten, beistimmen, τινί, στοιχεῖν μιᾷ γυναικί, mit [[einer]] Frau zufrieden sein, Schol. Ar. Plut. 773. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0946.png Seite 946]] in einer Reihe neben oder hinter einander stehen, [[ἐφεξῆς]] εἶναι κατὰ [[βάθος]], Poll. 1, 127; ἡ ἑκατοστὺς στοιχοῦσα ἑπέσθω, in einer langen Reihe, Xen. Cyr. 6, 3, 34. Dah. = folgen, στοιχεῖν τῇ προθέσει τινός, Pol. 28, 5, 6; N. T.; die athenischen Epheben schworen nach Poll. 8, 105 u. Stob. Floril. 43, 48 οὐδ' ἐγκαταλείψω τὸν παραστάτην, ὅτῳ ἂν στοιχήσω, neben dem ich in Reihe und Glied stehen werde – Bes. von Tanzenden, beim Reigen neben einander, [[in einem]] Gliede stehen, Jac. Philostr. 647. – Übertr., beitreten, beistimmen, τινί, στοιχεῖν μιᾷ γυναικί, mit [[einer]] Frau zufrieden sein, Schol. Ar. Plut. 773. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> être aligné <i>ou</i> marcher en rang;<br /><b>2</b> se conformer à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[στοῖχος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στοιχέω''': μέλλ. -ήσω, ([[στοῖχος]]) πορεύομαι κατὰ στοῖχον ἢ γραμμήν, ἐπὶ κυμάτων, Ἀλακῖ. 11 Ahr.· μὴ ἐγκαταλιπεῖν τὸν παραστάτην, ᾦ στοιχοίη, παρ’ ᾧ ἔπρεπε νὰ βαδίζῃ ἢ [[ἵσταται]] μαχόμενος, - εἰλημμένον ἐκ τοῦ ὅρκου τοῦ Ἀθηναίου πολίτου, παρὰ Στοβ. 243. 21, Πολυδ. Η΄, 105· - [[ἐντεῦθεν]], βαίνω ἐν τάξει μάχης, Ξεν. Κύρ. 6. 3, 34, Ἱππαρχ. 5. 7· - ὀρχοῦμαι κατὰ στοίχους ἢ σειράς, Ἰακώψ. εἰς Φιλοστρ. Εἰκόν. 647· εἶμαι διηυθετημένος κατὰ σειράς, ἐπὶ φύλλων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 18, 5, πρβλ. 3. 5, 3· κατὰ τὸ στοιχοῦν, ἐν συνεπείᾳ, Ἀριστ. π. Ἑρμην. 10, 3. ΙΙ. μετὰ δοτ., ἀποτελῶ [[στοιχεῖον]] ἢ γραμμήν, [[βαδίζω]] [[παρά]] τινι, ὑποτάσσομαι εἴς τινα, τῇ προθέσει τῆς συγκλήτου Πολύβ. 28. 5, 6· ταῖς πλείεσι γνώμαις Διον. Ἁλ. 6. 65· τῷ νομίσματι Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 178· τοῖς προειρημένοις φιλοσόφοις [[αὐτόθι]] 11. 59· τῷ κανόνι τούτῳ Ἐπιστ. πρ. Γαλ. ε΄, 25, πρβλ. πρὸς Φιλιππ. γ΄, 16· τοῖς ἴχνεσι Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. δ΄, 12· μιᾷ στ., ἀρκοῦμαι εἰς μίαν σύζυγον, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 773. ΙΙΙ. στοιχεῖς φυλάσσων τὸν νόμον, φυλλάττεις αὐτὸν κανονικῶς, τακτικῶς, Πράξ. Ἀποσπ. κα΄, 24. | |lstext='''στοιχέω''': μέλλ. -ήσω, ([[στοῖχος]]) πορεύομαι κατὰ στοῖχον ἢ γραμμήν, ἐπὶ κυμάτων, Ἀλακῖ. 11 Ahr.· μὴ ἐγκαταλιπεῖν τὸν παραστάτην, ᾦ στοιχοίη, παρ’ ᾧ ἔπρεπε νὰ βαδίζῃ ἢ [[ἵσταται]] μαχόμενος, - εἰλημμένον ἐκ τοῦ ὅρκου τοῦ Ἀθηναίου πολίτου, παρὰ Στοβ. 243. 21, Πολυδ. Η΄, 105· - [[ἐντεῦθεν]], βαίνω ἐν τάξει μάχης, Ξεν. Κύρ. 6. 3, 34, Ἱππαρχ. 5. 7· - ὀρχοῦμαι κατὰ στοίχους ἢ σειράς, Ἰακώψ. εἰς Φιλοστρ. Εἰκόν. 647· εἶμαι διηυθετημένος κατὰ σειράς, ἐπὶ φύλλων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 18, 5, πρβλ. 3. 5, 3· κατὰ τὸ στοιχοῦν, ἐν συνεπείᾳ, Ἀριστ. π. Ἑρμην. 10, 3. ΙΙ. μετὰ δοτ., ἀποτελῶ [[στοιχεῖον]] ἢ γραμμήν, [[βαδίζω]] [[παρά]] τινι, ὑποτάσσομαι εἴς τινα, τῇ προθέσει τῆς συγκλήτου Πολύβ. 28. 5, 6· ταῖς πλείεσι γνώμαις Διον. Ἁλ. 6. 65· τῷ νομίσματι Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 178· τοῖς προειρημένοις φιλοσόφοις [[αὐτόθι]] 11. 59· τῷ κανόνι τούτῳ Ἐπιστ. πρ. Γαλ. ε΄, 25, πρβλ. πρὸς Φιλιππ. γ΄, 16· τοῖς ἴχνεσι Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. δ΄, 12· μιᾷ στ., ἀρκοῦμαι εἰς μίαν σύζυγον, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 773. ΙΙΙ. στοιχεῖς φυλάσσων τὸν νόμον, φυλλάττεις αὐτὸν κανονικῶς, τακτικῶς, Πράξ. Ἀποσπ. κα΄, 24. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR |