3,274,921
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> être aligné <i>ou</i> marcher en rang;<br /><b>2</b> se conformer à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[στοῖχος]]. | |btext=-ῶ :<br /><b>1</b> être aligné <i>ou</i> marcher en rang;<br /><b>2</b> se conformer à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[στοῖχος]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=στοιχέω [στοῖχος] in een rij lopen, een rij vormen. volgen, m. n. overdr. leven volgens, met dat.; abs.. ( ὅτι ) στοιχεῖς καὶ αὐτὸς φυλάσσων τὸν νόμον dat je ook zelf volgzaam leeft waarbij je de wet in acht neemt (dat je ook zelf in het leven de wet in acht neemt) NT Act. Ap. 21.24. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''στοιχέω:'''<br /><b class="num">1)</b> воен. выстраиваться или быть выстроенным в походном порядке: ἡ ἑκατοστὺς στοιχοῦσα Xen. выстроенная сотня;<br /><b class="num">2)</b> [[следовать]]: κατὰ τὸ στοιχοῦν Arst. последовательно, по порядку; σ. τινι Polyb., Sext., NT следовать кому(чему)-л. | |||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
Line 28: | Line 31: | ||
|lsmtext='''στοιχέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[στοῖχος]])·<br /><b class="num">I.</b> [[βαδίζω]] σε [[γραμμή]], σε [[σειρά]] ή [[παράταξη]]· [[βαδίζω]] σε [[παράταξη]] μάχης, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> με δοτ., βρίσκομαι στη [[γραμμή]] με, [[συμπορεύομαι]], υποτάσσομαι σε [[αρχή]] ή κανόνα, σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''στοιχέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[στοῖχος]])·<br /><b class="num">I.</b> [[βαδίζω]] σε [[γραμμή]], σε [[σειρά]] ή [[παράταξη]]· [[βαδίζω]] σε [[παράταξη]] μάχης, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> με δοτ., βρίσκομαι στη [[γραμμή]] με, [[συμπορεύομαι]], υποτάσσομαι σε [[αρχή]] ή κανόνα, σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''στοιχέω''': μέλλ. -ήσω, ([[στοῖχος]]) πορεύομαι κατὰ στοῖχον ἢ γραμμήν, ἐπὶ κυμάτων, Ἀλακῖ. 11 Ahr.· μὴ ἐγκαταλιπεῖν τὸν παραστάτην, ᾦ στοιχοίη, παρ’ ᾧ ἔπρεπε νὰ βαδίζῃ ἢ [[ἵσταται]] μαχόμενος, - εἰλημμένον ἐκ τοῦ ὅρκου τοῦ Ἀθηναίου πολίτου, παρὰ Στοβ. 243. 21, Πολυδ. Η΄, 105· - [[ἐντεῦθεν]], βαίνω ἐν τάξει μάχης, Ξεν. Κύρ. 6. 3, 34, Ἱππαρχ. 5. 7· - ὀρχοῦμαι κατὰ στοίχους ἢ σειράς, Ἰακώψ. εἰς Φιλοστρ. Εἰκόν. 647· εἶμαι διηυθετημένος κατὰ σειράς, ἐπὶ φύλλων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 18, 5, πρβλ. 3. 5, 3· κατὰ τὸ στοιχοῦν, ἐν συνεπείᾳ, Ἀριστ. π. Ἑρμην. 10, 3. ΙΙ. μετὰ δοτ., ἀποτελῶ [[στοιχεῖον]] ἢ γραμμήν, [[βαδίζω]] [[παρά]] τινι, ὑποτάσσομαι εἴς τινα, τῇ προθέσει τῆς συγκλήτου Πολύβ. 28. 5, 6· ταῖς πλείεσι γνώμαις Διον. Ἁλ. 6. 65· τῷ νομίσματι Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 178· τοῖς προειρημένοις φιλοσόφοις [[αὐτόθι]] 11. 59· τῷ κανόνι τούτῳ Ἐπιστ. πρ. Γαλ. ε΄, 25, πρβλ. πρὸς Φιλιππ. γ΄, 16· τοῖς ἴχνεσι Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. δ΄, 12· μιᾷ στ., ἀρκοῦμαι εἰς μίαν σύζυγον, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 773. ΙΙΙ. στοιχεῖς φυλάσσων τὸν νόμον, φυλλάττεις αὐτὸν κανονικῶς, τακτικῶς, Πράξ. Ἀποσπ. κα΄, 24. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |