συμφύω: Difference between revisions

No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0993.png Seite 993]] (s. φύω), zusammenwachsenlassen, in einen Körper bringen, [[ἐθέλω]] ὑμᾶς συντῆξαι καὶ συμφῦσαι εἰς τὸ αὐτό, Plat. Conv. 192 e: in einen Körper verbinden, φαίνεται ἐν πᾶσιν ἡ μὲν [[θερμότης]] καὶ [[ψυχρότης]] ὁρίζουσαι καὶ συμφύουσαι καὶ μεταβάλλουσαι τὰ ὁμογενῆ καὶ μὴ ὁμογενῆ, Arist. Meteor. 4, 1. – Med. u. intr. tempp. des act. zusammenwachsen, von Natur zusammenhangen, ὥςτε πῃ ξυμπεφυκέναι ἀλλήλοις Plat. Rep. IX, 588 d, ἐπιθυμοῦντες συμφῦναι Conv. 191 a, u. Folgde; fest werden, εἴη συμφῦναι τὴν ὑπάρχουσαν κατάστασιν τοῖς Πελοποννησίοις Pol. 4, 32, 9, u. a. Sp.; auch von einer Wunde, zuheilen, Arist. probl. 1, 33.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0993.png Seite 993]] (s. φύω), zusammenwachsenlassen, in einen Körper bringen, [[ἐθέλω]] ὑμᾶς συντῆξαι καὶ συμφῦσαι εἰς τὸ αὐτό, Plat. Conv. 192 e: in einen Körper verbinden, φαίνεται ἐν πᾶσιν ἡ μὲν [[θερμότης]] καὶ [[ψυχρότης]] ὁρίζουσαι καὶ συμφύουσαι καὶ μεταβάλλουσαι τὰ ὁμογενῆ καὶ μὴ ὁμογενῆ, Arist. Meteor. 4, 1. – Med. u. intr. tempp. des act. zusammenwachsen, von Natur zusammenhangen, ὥςτε πῃ ξυμπεφυκέναι ἀλλήλοις Plat. Rep. IX, 588 d, ἐπιθυμοῦντες συμφῦναι Conv. 191 a, u. Folgde; fest werden, εἴη συμφῦναι τὴν ὑπάρχουσαν κατάστασιν τοῖς Πελοποννησίοις Pol. 4, 32, 9, u. a. Sp.; auch von einer Wunde, zuheilen, Arist. probl. 1, 33.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> συνέφυσα;<br /><b>1</b> <i>tr.</i> faire croître ensemble ; unir;<br /><b>2</b> <i>intr. (à l'ao.2</i> συνέφυν, <i>au pf.</i> συμπέφυκα, <i>au pqp.</i> συνεπεφύκειν <i>et au Moy.</i>) croître avec <i>ou</i> ensemble ; se réunir, s'unir, se fondre avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[φύω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συμφύω''': μέλλ. -φύσω, [[κάμνω]] νὰ αὐξηθῇ τι [[ὁμοῦ]], συντῆξαι καὶ συμφῦσαι εἰς τὸ αὐτὸ Πλάτ. Συμπ. 192Ε, Ἀριστ. Πολιτ. 2. 4, 6· τὰ ὁμογενῆ ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρολ. 4. 1, 1· σ. τοὺς [[ἄνωθεν]] ὀδόντας, φύω αὐτοὺς [[ὁμοῦ]], «βγάζω» [[ὁμοῦ]], ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 16· σ. τινὰς εἰς φιλότητα, ἑνώνω, [[συνάπτω]], Πλάτ. Ἐπιστ. 323Β. ΙΙ. Παθ., μετὰ ἐνεργ. πρκμ. συμπέφῡκα, ἀόρ. β΄ συνέφῡν· [[ὡσαύτως]] συνεφύην Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 5, 3, Πλούτ., κλπ.: μέλλ. συμφυήσομαι Γεωπ.· ― αὐξάνομαι, φύομαι [[ὁμοῦ]], Πλάτ. Συμπ. 191Α, Τίμ. 76Ε, Ξεν., κλπ.· ἐπὶ ὀστῶν συνάπτομαι, [[συνδέομαι]] στενῶς, οὐσιωδῶς, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 791 σ. ψυχὴ καὶ [[σῶμα]] Πλάτ. Φαῖδρ. 264D· ἐπὶ πολιτικοῦ συστήματος ἢ πολιτεύματος, Πολύβ. 4. 32, 9. 2) αὐξάνομαι [[ὁμοῦ]], συγκλείομαι, [[οἷον]] ἐπὶ τραύματος, Ἱππ. Ἀφ. 1257 ἐπὶ τοῦ στομίου τῆς μήτρας καὶ ἄλλων ἀνοιγμάτων, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4, 4, πρβλ. 2. 7. 3) φύεται [[ὁμοῦ]], οὐ τῷ τυχόντι συμφύεται τὸ τυχὸν Ἀριστ. π. Αἰσθ. 2· σ. ἀλλήλοις, φύομαι εἰς ἓν μετ’ ἄλλου, Πλάτ. Πολιτ. 588C· οὕτω, σ. εἰς ἕν, εἰς ταὐτὸ [[αὐτόθι]] 503Β· σ. [[πρός]] τι Πλούτ. 2. 924Ε· σ. τοῖς χωρίοις, εἶμαι προσκεκολλημένος εἰς τὸν τόπον, ὁ αὐτ. ἐν Καμίλλ. 27. 4) εἶμαι [[σύμφυτος]], [[συμφυής]], μετά τινος, [τὰ ἔντομα] πολλοῖς ζῴοις σ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 2· αὐξάνομαι μετά τινος, καθίσταμαι φυσικὸς καὶ [[ἀχώριστος]], ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Ν. 7, 3, 8.
|lstext='''συμφύω''': μέλλ. -φύσω, [[κάμνω]] νὰ αὐξηθῇ τι [[ὁμοῦ]], συντῆξαι καὶ συμφῦσαι εἰς τὸ αὐτὸ Πλάτ. Συμπ. 192Ε, Ἀριστ. Πολιτ. 2. 4, 6· τὰ ὁμογενῆ ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρολ. 4. 1, 1· σ. τοὺς [[ἄνωθεν]] ὀδόντας, φύω αὐτοὺς [[ὁμοῦ]], «βγάζω» [[ὁμοῦ]], ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 16· σ. τινὰς εἰς φιλότητα, ἑνώνω, [[συνάπτω]], Πλάτ. Ἐπιστ. 323Β. ΙΙ. Παθ., μετὰ ἐνεργ. πρκμ. συμπέφῡκα, ἀόρ. β΄ συνέφῡν· [[ὡσαύτως]] συνεφύην Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 5, 3, Πλούτ., κλπ.: μέλλ. συμφυήσομαι Γεωπ.· ― αὐξάνομαι, φύομαι [[ὁμοῦ]], Πλάτ. Συμπ. 191Α, Τίμ. 76Ε, Ξεν., κλπ.· ἐπὶ ὀστῶν συνάπτομαι, [[συνδέομαι]] στενῶς, οὐσιωδῶς, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 791 σ. ψυχὴ καὶ [[σῶμα]] Πλάτ. Φαῖδρ. 264D· ἐπὶ πολιτικοῦ συστήματος ἢ πολιτεύματος, Πολύβ. 4. 32, 9. 2) αὐξάνομαι [[ὁμοῦ]], συγκλείομαι, [[οἷον]] ἐπὶ τραύματος, Ἱππ. Ἀφ. 1257 ἐπὶ τοῦ στομίου τῆς μήτρας καὶ ἄλλων ἀνοιγμάτων, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4, 4, πρβλ. 2. 7. 3) φύεται [[ὁμοῦ]], οὐ τῷ τυχόντι συμφύεται τὸ τυχὸν Ἀριστ. π. Αἰσθ. 2· σ. ἀλλήλοις, φύομαι εἰς ἓν μετ’ ἄλλου, Πλάτ. Πολιτ. 588C· οὕτω, σ. εἰς ἕν, εἰς ταὐτὸ [[αὐτόθι]] 503Β· σ. [[πρός]] τι Πλούτ. 2. 924Ε· σ. τοῖς χωρίοις, εἶμαι προσκεκολλημένος εἰς τὸν τόπον, ὁ αὐτ. ἐν Καμίλλ. 27. 4) εἶμαι [[σύμφυτος]], [[συμφυής]], μετά τινος, [τὰ ἔντομα] πολλοῖς ζῴοις σ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 2· αὐξάνομαι μετά τινος, καθίσταμαι φυσικὸς καὶ [[ἀχώριστος]], ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Ν. 7, 3, 8.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> συνέφυσα;<br /><b>1</b> <i>tr.</i> faire croître ensemble ; unir;<br /><b>2</b> <i>intr. (à l'ao.2</i> συνέφυν, <i>au pf.</i> συμπέφυκα, <i>au pqp.</i> συνεπεφύκειν <i>et au Moy.</i>) croître avec <i>ou</i> ensemble ; se réunir, s'unir, se fondre avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[φύω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR