συνεκπονέω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s']+), ([\w\s']+)(<\/b>)" to "$2, $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1013.png Seite 1013]] zugleich mit Einem ausarbeiten, τινί, Eur. Ion 850; τῷ θανόντι χάριτα συνεκπονῶν, Hel. 1394; Einem in der Arbeit helfen, Plut. reip. ger. praec. 13, bis ans Ende mit Einem ausharren.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1013.png Seite 1013]] zugleich mit Einem ausarbeiten, τινί, Eur. Ion 850; τῷ θανόντι χάριτα συνεκπονῶν, Hel. 1394; Einem in der Arbeit helfen, Plut. reip. ger. praec. 13, bis ans Ende mit Einem ausharren.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />aider à accomplir <i>ou</i> à supporter, acc..<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐκπονέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συνεκπονέω''': συνδιενεργῶ, συνεκτελῶ, ὡς τῷ θανόντι χάριτα δεῖ συνεκπονεῖν Εὐρ. Ἑλ. 1378· συνεργῶ, συμπράττω εἴς τι, φυγὰς ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 1063· τάδε ἐν Ἑλ. 1406. 2) [[ἄνευ]] αἰτ., σ. τινι, συνεργῶ προθύμως, βοηθῶ τινα τὰ μέγιστα, ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 850, ἐν Ἀποσπ. 132. ΙΙ. βοηθῶ εἰς ὑποστήριξην, [[ὁμοῦ]] [[ὑποστηρίζω]], συνεκπονοῦσα [[κῶλον]] ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 740.
|lstext='''συνεκπονέω''': συνδιενεργῶ, συνεκτελῶ, ὡς τῷ θανόντι χάριτα δεῖ συνεκπονεῖν Εὐρ. Ἑλ. 1378· συνεργῶ, συμπράττω εἴς τι, φυγὰς ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 1063· τάδε ἐν Ἑλ. 1406. 2) [[ἄνευ]] αἰτ., σ. τινι, συνεργῶ προθύμως, βοηθῶ τινα τὰ μέγιστα, ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 850, ἐν Ἀποσπ. 132. ΙΙ. βοηθῶ εἰς ὑποστήριξην, [[ὁμοῦ]] [[ὑποστηρίζω]], συνεκπονοῦσα [[κῶλον]] ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 740.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />aider à accomplir <i>ou</i> à supporter, acc..<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐκπονέω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm