3,277,301
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0962.png Seite 962]] durch Blutsverwandtschaft verbunden, verwandt, verschwistert; im plur. die Verwandten; Pind. P. 3, 39. 9, 108; auch [[ἑστία]], Ol. 12, 14; τέχναι, P. 8, 60; Aesch. Spt. 1025 u. sonst; Eur. oft, auch [[αἷμα]] σύγγονον, Herc. Fur. 1077. – Auch wie [[συγγενής]], angeboren, σύγγονον βροτοῖσιν τὸν πεσόντα λακτίσαι [[πλέον]], Aesch. Ag. 858. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0962.png Seite 962]] durch Blutsverwandtschaft verbunden, verwandt, verschwistert; im plur. die Verwandten; Pind. P. 3, 39. 9, 108; auch [[ἑστία]], Ol. 12, 14; τέχναι, P. 8, 60; Aesch. Spt. 1025 u. sonst; Eur. oft, auch [[αἷμα]] σύγγονον, Herc. Fur. 1077. – Auch wie [[συγγενής]], angeboren, σύγγονον βροτοῖσιν τὸν πεσόντα λακτίσαι [[πλέον]], Aesch. Ag. 858. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> de naissance commune avec, parent par le sang de, τινι ; <i>abs.</i> frère, sœur;<br /><b>2</b> inné, naturel.<br />'''Étymologie:''' [[συγγίγνομαι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σύγγονος''': -ον, ποιητ. ἐπίθ. = [[συγγενής]], [[σύμφυτος]], [[ἔμφυτος]] ἐκ γενετῆς, [[φυσικός]], [[ἀτρεμία]] Πινδ. Ν. 11. 15· ξύγγονόν [ἐστι] βροτοῖσι τὸν πεσόντα λακτίσαι Αἰσχύλ. Ἀγ. 885. ΙΙ. ἐσχετισμένος δι’ αἵματος, [[συγγενής]], Λατ. cοnnatus, Πινδ. Π. 9. 190, Εὐρ. Ἱππ. 1379, κτλ.· σ. [[ἑστία]] Πινδ. Ο. 12. 21· σ. τέχναι, αἱ κατάλληλοι εἰς τὸ γένος [[αὐτοῦ]], ὁ αὐτ. ἐν Π. 8. 86· συγγόνῳ φρενί Αἰσχύλ. Θήβ. 1034· συγγόνων Τρ. νύων ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1190· ― ὡς οὐσιαστ., [[ἀδελφός]], [[ἀδελφή]], Εὐρ. Ι. Τ. 795, 805· ξ. Διοσκόροιν Ἑλένη ὁ αὐτ. ἐν Ἑκ. 411, κτλ.· σύγγονοι, συγγενεῖς, Πινδ. Ο. 8. 105, Π. 3. 60, Εὐρ. ΙΙΙ. [[ἐγχώριος]], ὁ ἐκ τῆς χώρας τινός, [[ὕδωρ]] Σοφ. Ἀποσπ. 758. | |lstext='''σύγγονος''': -ον, ποιητ. ἐπίθ. = [[συγγενής]], [[σύμφυτος]], [[ἔμφυτος]] ἐκ γενετῆς, [[φυσικός]], [[ἀτρεμία]] Πινδ. Ν. 11. 15· ξύγγονόν [ἐστι] βροτοῖσι τὸν πεσόντα λακτίσαι Αἰσχύλ. Ἀγ. 885. ΙΙ. ἐσχετισμένος δι’ αἵματος, [[συγγενής]], Λατ. cοnnatus, Πινδ. Π. 9. 190, Εὐρ. Ἱππ. 1379, κτλ.· σ. [[ἑστία]] Πινδ. Ο. 12. 21· σ. τέχναι, αἱ κατάλληλοι εἰς τὸ γένος [[αὐτοῦ]], ὁ αὐτ. ἐν Π. 8. 86· συγγόνῳ φρενί Αἰσχύλ. Θήβ. 1034· συγγόνων Τρ. νύων ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1190· ― ὡς οὐσιαστ., [[ἀδελφός]], [[ἀδελφή]], Εὐρ. Ι. Τ. 795, 805· ξ. Διοσκόροιν Ἑλένη ὁ αὐτ. ἐν Ἑκ. 411, κτλ.· σύγγονοι, συγγενεῖς, Πινδ. Ο. 8. 105, Π. 3. 60, Εὐρ. ΙΙΙ. [[ἐγχώριος]], ὁ ἐκ τῆς χώρας τινός, [[ὕδωρ]] Σοφ. Ἀποσπ. 758. | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater |