Anonymous

σύγγονος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> de naissance commune avec, parent par le sang de, τινι ; <i>abs.</i> frère, sœur;<br /><b>2</b> inné, naturel.<br />'''Étymologie:''' [[συγγίγνομαι]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> de naissance commune avec, parent par le sang de, τινι ; <i>abs.</i> frère, sœur;<br /><b>2</b> inné, naturel.<br />'''Étymologie:''' [[συγγίγνομαι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σύγγονος''': -ον, ποιητ. ἐπίθ. = [[συγγενής]], [[σύμφυτος]], [[ἔμφυτος]] ἐκ γενετῆς, [[φυσικός]], [[ἀτρεμία]] Πινδ. Ν. 11. 15· ξύγγονόν [ἐστι] βροτοῖσι τὸν πεσόντα λακτίσαι Αἰσχύλ. Ἀγ. 885. ΙΙ. ἐσχετισμένος δι’ αἵματος, [[συγγενής]], Λατ. cοnnatus, Πινδ. Π. 9. 190, Εὐρ. Ἱππ. 1379, κτλ.· σ. [[ἑστία]] Πινδ. Ο. 12. 21· σ. τέχναι, αἱ κατάλληλοι εἰς τὸ γένος [[αὐτοῦ]], ὁ αὐτ. ἐν Π. 8. 86· συγγόνῳ φρενί Αἰσχύλ. Θήβ. 1034· συγγόνων Τρ. νύων αὐτ. ἐν Ἀγ. 1190· ― ὡς οὐσιαστ., [[ἀδελφός]], [[ἀδελφή]], Εὐρ. Ι. Τ. 795, 805· ξ. Διοσκόροιν Ἑλένη ὁ αὐτ. ἐν Ἑκ. 411, κτλ.· σύγγονοι, συγγενεῖς, Πινδ. Ο. 8. 105, Π. 3. 60, Εὐρ. ΙΙΙ. [[ἐγχώριος]], ὁ ἐκ τῆς χώρας τινός, [[ὕδωρ]] Σοφ. Ἀποσπ. 758.
|elnltext=σύγγονος -ον [συγγίγνομαι] poët. aangeboren, van nature aanwezig. τι σ. βροτοῖσι τὸν πεσόντα λακτίσαι het is voor stervelingen iets natuurlijk om te trappen tegen wie gevallen is Aeschl. Ag. 884. ‘samen geboren’: (bloed)verwant, familie- vaak subst.. ὁ, ἡ σ. broer, zuster; οἱ σύγγονοι de verwanten, broers en/of zusters: σ. Διοσκόροιν Ἑλένη Helena, zuster van de twee Dioscuren Eur. Hec. 441.
}}
{{elru
|elrutext='''σύγγονος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[врожденный]], [[прирожденный]] (τινι Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> [[родной]], [[родственный]] ([[ἑστία]] Pind.): σ. [[φρήν]] Aesch. родственные чувства.<br />и ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[родственник]], [[родственница]] Pind., Eur.;<br /><b class="num">2)</b> [[брат]], [[сестра]] Eur.
}}
}}
{{Slater
{{Slater
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''σύγγονος:''' -ον, ποιητ. επίθ., = [[συγγενής]],<br /><b class="num">I.</b> ό,τι διαθέτει [[κάποιος]] εκ γενετής, [[σύμφυτος]], [[έμφυτος]], [[φυσικός]], σε Πίνδ., Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> συνδεδεμένος με δεσμούς αίματος, εξ αίματος [[συγγενής]], Λατ. [[cognatus]], σε Πίνδ., Ευρ.· ως ουσ., [[αδελφός]], [[αδελφή]], σε Ευρ.· <i>σύγγονοι</i>, εξ αίματος συγγενείς, ξαδέρφια, σε Πίνδ.
|lsmtext='''σύγγονος:''' -ον, ποιητ. επίθ., = [[συγγενής]],<br /><b class="num">I.</b> ό,τι διαθέτει [[κάποιος]] εκ γενετής, [[σύμφυτος]], [[έμφυτος]], [[φυσικός]], σε Πίνδ., Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> συνδεδεμένος με δεσμούς αίματος, εξ αίματος [[συγγενής]], Λατ. [[cognatus]], σε Πίνδ., Ευρ.· ως ουσ., [[αδελφός]], [[αδελφή]], σε Ευρ.· <i>σύγγονοι</i>, εξ αίματος συγγενείς, ξαδέρφια, σε Πίνδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σύγγονος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[врожденный]], [[прирожденный]] (τινι Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> [[родной]], [[родственный]] ([[ἑστία]] Pind.): σ. [[φρήν]] Aesch. родственные чувства.<br />ὁ и ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[родственник]], [[родственница]] Pind., Eur.;<br /><b class="num">2)</b> [[брат]], [[сестра]] Eur.
|lstext='''σύγγονος''': -ον, ποιητ. ἐπίθ. = [[συγγενής]], [[σύμφυτος]], [[ἔμφυτος]] ἐκ γενετῆς, [[φυσικός]], [[ἀτρεμία]] Πινδ. Ν. 11. 15· ξύγγονόν [ἐστι] βροτοῖσι τὸν πεσόντα λακτίσαι Αἰσχύλ. Ἀγ. 885. ΙΙ. ἐσχετισμένος δι’ αἵματος, [[συγγενής]], Λατ. cοnnatus, Πινδ. Π. 9. 190, Εὐρ. Ἱππ. 1379, κτλ.· σ. [[ἑστία]] Πινδ. Ο. 12. 21· σ. τέχναι, αἱ κατάλληλοι εἰς τὸ γένος [[αὐτοῦ]], ὁ αὐτ. ἐν Π. 8. 86· συγγόνῳ φρενί Αἰσχύλ. Θήβ. 1034· συγγόνων Τρ. νύων ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1190· ― ὡς οὐσιαστ., [[ἀδελφός]], [[ἀδελφή]], Εὐρ. Ι. Τ. 795, 805· ξ. Διοσκόροιν Ἑλένη ὁ αὐτ. ἐν Ἑκ. 411, κτλ.· σύγγονοι, συγγενεῖς, Πινδ. Ο. 8. 105, Π. 3. 60, Εὐρ. ΙΙΙ. [[ἐγχώριος]], ὁ ἐκ τῆς χώρας τινός, [[ὕδωρ]] Σοφ. Ἀποσπ. 758.
}}
{{elnl
|elnltext=σύγγονος -ον [συγγίγνομαι] poët. aangeboren, van nature aanwezig. τι σ. βροτοῖσι τὸν πεσόντα λακτίσαι het is voor stervelingen iets natuurlijk om te trappen tegen wie gevallen is Aeschl. Ag. 884. ‘samen geboren’: (bloed)verwant, familie- vaak subst.. , ἡ σ. broer, zuster; οἱ σύγγονοι de verwanten, broers en/of zusters: σ. Διοσκόροιν Ἑλένη Helena, zuster van de twee Dioscuren Eur. Hec. 441.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj