φερνίον: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "Πολυδ" to "Πολυδ")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 1: Line 1:
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />panier pour porter le poisson.<br />'''Étymologie:''' [[φέρω]].
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φερνίον''': τό, ([[φέρω]]) ἁλιευτικὸν [[σπυρίδιον]], ἰχθυηρὸν [[ἀγγεῖον]], κοινῶς «ψαροκάλαθον», Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 69, Αἰλ. περὶ Ζ. 17. 18, Ἀλκίφρων 1. 9, Πολυδ. Ϛ΄, 94· ― παρ’ Ἡσυχ. φέρεται φέρμια, τά, «φέρμια· ἃς [[ἔνιοι]] ἀσίλλας τὰς ἐκ σχοίνων πλεκομένας, καὶ ἰχθυηρὰ ἀγγεῖα, [[οἷον]] σπυρίδια» Ἡσύχ. ― [[Κατὰ]] τὸν Ἀρκάδ. 119 [[γραπτέον]] φέρνιον προπαροξυτόνως.
|lstext='''φερνίον''': τό, ([[φέρω]]) ἁλιευτικὸν [[σπυρίδιον]], ἰχθυηρὸν [[ἀγγεῖον]], κοινῶς «ψαροκάλαθον», Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 69, Αἰλ. περὶ Ζ. 17. 18, Ἀλκίφρων 1. 9, Πολυδ. Ϛ΄, 94· ― παρ’ Ἡσυχ. φέρεται φέρμια, τά, «φέρμια· ἃς [[ἔνιοι]] ἀσίλλας τὰς ἐκ σχοίνων πλεκομένας, καὶ ἰχθυηρὰ ἀγγεῖα, [[οἷον]] σπυρίδια» Ἡσύχ. ― [[Κατὰ]] τὸν Ἀρκάδ. 119 [[γραπτέον]] φέρνιον προπαροξυτόνως.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />panier pour porter le poisson.<br />'''Étymologie:''' [[φέρω]].
}}
}}
{{grml
{{grml