φερνίον

From LSJ

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
panier pour porter le poisson.
Étymologie: φέρω.

Russian (Dvoretsky)

φερνίον: v. l. φέρνιον τό корзина для рыбы Men.

Greek (Liddell-Scott)

φερνίον: τό, (φέρω) ἁλιευτικὸν σπυρίδιον, ἰχθυηρὸν ἀγγεῖον, κοινῶς «ψαροκάλαθον», Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 69, Αἰλ. περὶ Ζ. 17. 18, Ἀλκίφρων 1. 9, Πολυδ. Ϛ΄, 94· ― παρ’ Ἡσυχ. φέρεται φέρμια, τά, «φέρμια· ἃς ἔνιοι ἀσίλλας τὰς ἐκ σχοίνων πλεκομένας, καὶ ἰχθυηρὰ ἀγγεῖα, οἷον σπυρίδια» Ἡσύχ. ― Κατὰ τὸν Ἀρκάδ. 119 γραπτέον φέρνιον προπαροξυτόνως.

Greek Monolingual

και φέρνιον, τὸ, Α
ψαροκάλαθο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φερνή (για τη σημ. της λ. βλ. λ. φερνή)].