φιλονεικέω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
(1b)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1282.png Seite 1282]] ein [[φιλόνεικος]] sein, zanksüchtig, rechthaberisch sein, bes. wetteifern, den Vorrang streitig machen; Thuc. 3, 82. 5, 43; Amphis bei Ath. IV, 175 a; τινὶ πρὸς ἀρετήν, mit Einem in der Tugend, Plat. Legg. V, 731 a; προσεποιεῖτο φιλονεικεῖν πρὸς τὸ ἐμὲ εἶναι τὸν ἀποκρινόμενον Rep. I, 338 a; vgl. Gorg. 457 e; ohne [[πρός]] Prot. 360 d; περὶ ἀριστείων Legg. XI, 933 c; τούτου [[ἕνεκα]] πεφιλονείκηνται X, 907 e; πρὸς ἀλλήλους Lys. 3, 40; [[περί]] τινος, Isocr. 2, 25. 4, 85; Xen. Cyr. 1, 4,15 u. öfter; auch mit flgdm [[ὅπως]], Mem. 2, 3,17; [[περί]] τινος Pol. 5, 93, 8.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1282.png Seite 1282]] ein [[φιλόνεικος]] sein, zanksüchtig, rechthaberisch sein, bes. wetteifern, den Vorrang streitig machen; Thuc. 3, 82. 5, 43; Amphis bei Ath. IV, 175 a; τινὶ πρὸς ἀρετήν, mit Einem in der Tugend, Plat. Legg. V, 731 a; προσεποιεῖτο φιλονεικεῖν πρὸς τὸ ἐμὲ εἶναι τὸν ἀποκρινόμενον Rep. I, 338 a; vgl. Gorg. 457 e; ohne [[πρός]] Prot. 360 d; περὶ ἀριστείων Legg. XI, 933 c; τούτου [[ἕνεκα]] πεφιλονείκηνται X, 907 e; πρὸς ἀλλήλους Lys. 3, 40; [[περί]] τινος, Isocr. 2, 25. 4, 85; Xen. Cyr. 1, 4,15 u. öfter; auch mit flgdm [[ὅπως]], Mem. 2, 3,17; [[περί]] τινος Pol. 5, 93, 8.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> aimer les querelles ; quereller : [[τι]] chercher querelle pour qch;<br /><b>2</b> le disputer à.<br />'''Étymologie:''' [[φιλόνεικος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φῐλονεικέω''': (τὸ ὀρθὸν [[φιλονικέω]], ἴδε ἐν τέλει), ἀγαπῶ τὰς ἔριδας, τὰς λογομαχίας [[ἀγωνίζομαι]] ἐπιμόνως, [[ἀντιμάχομαι]], [[ἐρίζω]] ἐπιμόνως, εἶμαι [[φίλερις]], ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, φρονήματι φ. ἠναντιοῦτο, ἀγόμενος ἐκ φατριαστικοῦ πνεύματος, Θουκ. 5. 43, Λυσί. 165. 2· φιλονεικοῦντας, ἀλλ’ οὐ ζητοῦντας τὸ [[προκείμενον]] Πλάτ. Γοργ. 457Ε, πρβλ. Πολ. 499Ε, Λυσί. 913 Reisk.· οἵτινες… νενικηκότες ἤδη… οὕτω φιλονεικοῦσιν, [[ὥστε]]… Ξεν. Ἑλλ. 6. 3, 16. ― Κεῖται δέ, ἀπολ., ἴδε ἀνωτ.· ― φ. [[πρός]] τινα [[περί]] τινος Λυσ. 100. 1· τινὶ [[πρός]] τι Πλάτ. Νόμ. 731Α· καὶ [[ἄνευ]] τοῦ προσώπου, φ. [[περί]] τινος Ἰσοκρ. 19Ε, 217C, Πλάτ. Νόμ. 935C· ― μετ’ αἰτ., φ. τὸ ἐμὲ [[εἶναι]] τὸν ἀποκρινόμενον, θέλεις καὶ καλὰ ἐγὼ νὰ ἀποκριθῶ, Πλάτ. Πρωτ. 360Ε· ἀλλ’ ἡ αἰτιατ. [[εἶναι]] κατὰ τὸ πλεῖστον οὐδ. ἐπιθ., τὰ χείρω φ., εἶμαι τοσοῦτον [[ἰσχυρογνώμων]] [[ὥστε]] νὰ ἐκλέξω τὸ [[χεῖρον]], Θουκ. 5. 111· μηδὲν φιλονείκει Δημ. 501. 5· ― [[ὡσαύτως]], φ. τοῦτο, [[ὅπως]]… Πλάτ. Φίληβ. 14Β· καί, φ. [[ὅπως]]… Ξεν. Ἀπομν. 2. 3, 17· ― ἐν Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 6, 15, ἀντὶ ἐφιλονείκησαν αὐτούς, πιθανῶς διορθωτέον αὐτοῖς ἢ πρὸς αὐτούς. ― Παθ., πεφιλονείκηνται οἱ λόγοι μή… Πλάτ. Νόμ. 907C. 2) ἐπὶ καλῆς σημασίας, ἁμιλλώμενοι καὶ φ. Ξεν. Κύρ. 1. 4, 15· φ. περὶ τῶν καλλίστων Ἰσοκρ. 57Ε· φ. [[ὅπως]]… ὁ αὐτ. 105C· φιλονεικητέον ὑπέρ τινος ὁ αὐτ. 135Β. ― Περὶ τοῦ τύπου [[φιλονικέω]], ἴδε [[φιλόνεικος]] ἐν τέλει.
|lstext='''φῐλονεικέω''': (τὸ ὀρθὸν [[φιλονικέω]], ἴδε ἐν τέλει), ἀγαπῶ τὰς ἔριδας, τὰς λογομαχίας [[ἀγωνίζομαι]] ἐπιμόνως, [[ἀντιμάχομαι]], [[ἐρίζω]] ἐπιμόνως, εἶμαι [[φίλερις]], ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, φρονήματι φ. ἠναντιοῦτο, ἀγόμενος ἐκ φατριαστικοῦ πνεύματος, Θουκ. 5. 43, Λυσί. 165. 2· φιλονεικοῦντας, ἀλλ’ οὐ ζητοῦντας τὸ [[προκείμενον]] Πλάτ. Γοργ. 457Ε, πρβλ. Πολ. 499Ε, Λυσί. 913 Reisk.· οἵτινες… νενικηκότες ἤδη… οὕτω φιλονεικοῦσιν, [[ὥστε]]… Ξεν. Ἑλλ. 6. 3, 16. ― Κεῖται δέ, ἀπολ., ἴδε ἀνωτ.· ― φ. [[πρός]] τινα [[περί]] τινος Λυσ. 100. 1· τινὶ [[πρός]] τι Πλάτ. Νόμ. 731Α· καὶ [[ἄνευ]] τοῦ προσώπου, φ. [[περί]] τινος Ἰσοκρ. 19Ε, 217C, Πλάτ. Νόμ. 935C· ― μετ’ αἰτ., φ. τὸ ἐμὲ [[εἶναι]] τὸν ἀποκρινόμενον, θέλεις καὶ καλὰ ἐγὼ νὰ ἀποκριθῶ, Πλάτ. Πρωτ. 360Ε· ἀλλ’ ἡ αἰτιατ. [[εἶναι]] κατὰ τὸ πλεῖστον οὐδ. ἐπιθ., τὰ χείρω φ., εἶμαι τοσοῦτον [[ἰσχυρογνώμων]] [[ὥστε]] νὰ ἐκλέξω τὸ [[χεῖρον]], Θουκ. 5. 111· μηδὲν φιλονείκει Δημ. 501. 5· ― [[ὡσαύτως]], φ. τοῦτο, [[ὅπως]]… Πλάτ. Φίληβ. 14Β· καί, φ. [[ὅπως]]… Ξεν. Ἀπομν. 2. 3, 17· ― ἐν Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 6, 15, ἀντὶ ἐφιλονείκησαν αὐτούς, πιθανῶς διορθωτέον αὐτοῖς ἢ πρὸς αὐτούς. ― Παθ., πεφιλονείκηνται οἱ λόγοι μή… Πλάτ. Νόμ. 907C. 2) ἐπὶ καλῆς σημασίας, ἁμιλλώμενοι καὶ φ. Ξεν. Κύρ. 1. 4, 15· φ. περὶ τῶν καλλίστων Ἰσοκρ. 57Ε· φ. [[ὅπως]]… ὁ αὐτ. 105C· φιλονεικητέον ὑπέρ τινος ὁ αὐτ. 135Β. ― Περὶ τοῦ τύπου [[φιλονικέω]], ἴδε [[φιλόνεικος]] ἐν τέλει.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> aimer les querelles ; quereller : [[τι]] chercher querelle pour qch;<br /><b>2</b> le disputer à.<br />'''Étymologie:''' [[φιλόνεικος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm