Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φιλονεικέω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(6)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φῐλονεικέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[φιλόνεικος]])·<br /><b class="num">1.</b> [[αγαπώ]] τις διαμάχες, [[μετέχω]] σε λεκτική [[διαμάχη]], είμαι [[εριστικός]], <i>φιλονεικῶν</i>, έξω από εριστικότητα ή ομαδικό [[πνεύμα]], σε Θουκ., Πλάτ.· [[φιλονεικέω]] [[πρός]] τινα, σε Λυσ.· με αιτ., <i>φιλονεικεῖς</i>, τὸ ἐμὲ [[εἶναι]] τὸν ἀποκρινόμενον, ανυπομονείς να είμαι απολογούμενος, σε Πλάτ.· τὰ χείρω [[φιλονεικέω]], είμαι τόσο [[ισχυρογνώμων]] ώστε να επιλέξω το χειρότερο, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> με θετική [[σημασία]], [[μάχομαι]] με [[άμιλλα]], [[φιλονεικέω]] περὶ [[τῶν]] καλλίστων, σε Ισοκρ.
|lsmtext='''φῐλονεικέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[φιλόνεικος]])·<br /><b class="num">1.</b> [[αγαπώ]] τις διαμάχες, [[μετέχω]] σε λεκτική [[διαμάχη]], είμαι [[εριστικός]], <i>φιλονεικῶν</i>, έξω από εριστικότητα ή ομαδικό [[πνεύμα]], σε Θουκ., Πλάτ.· [[φιλονεικέω]] [[πρός]] τινα, σε Λυσ.· με αιτ., <i>φιλονεικεῖς</i>, τὸ ἐμὲ [[εἶναι]] τὸν ἀποκρινόμενον, ανυπομονείς να είμαι απολογούμενος, σε Πλάτ.· τὰ χείρω [[φιλονεικέω]], είμαι τόσο [[ισχυρογνώμων]] ώστε να επιλέξω το χειρότερο, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> με θετική [[σημασία]], [[μάχομαι]] με [[άμιλλα]], [[φιλονεικέω]] περὶ [[τῶν]] καλλίστων, σε Ισοκρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=φῐλονεικέω, fut. -ήσω [[φιλόνεικος]]<br /><b class="num">1.</b> to be [[fond]] of [[strife]], [[engage]] in [[eager]] [[rivalry]], be [[contentious]], φιλονεικῶν out of [[contentiousness]] or [[party]] [[spirit]], Thuc., Plat.; φ. πρός τινα Lys.:—c. acc., φ. τὸ ἐμὲ [[εἶναι]] τὸν ἀποκρινόμενον to be [[eager]] that I should be the answerer, Plat.; τὰ χείρω φ. to be so [[obstinate]] as to [[choose]] the [[worst]], Thuc.<br /><b class="num">2.</b> in [[good]] [[sense]], to [[struggle]] [[emulously]], φ. περὶ τῶν καλλίστων Isocr.
}}
}}