χερσαῖος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1350.png Seite 1350]] auch 2 Endgn, aus festem Lande bestehend, auf demselben befindlich; [[κῦμα]] χερσαῖον στρατοῦ, d. i. des Landheeres, Aesch. Spt. 64; ὅς σε ναύτην ἔθηκεν ἀντὶ χερσαίου κακόν Eur. Andr. 458; Her. 4, 192; ὄρνιθες, Ggstz λιμναῖοι, 7, 119; ζῷα, Ggstz πετεινὰ u. θαλάσσια, 2, 123; πεζὸν καὶ χερσαῖον [[εἶδος]] Plat. Tim. 40 a; Ggstz ἐπιθαλαττίδιος. [[πόλις]], mitten im Lande gelegen, Legg. IV, 704 b; ἀκοντισταί Thuc. 7, 67; [[ἀνήρ]] Plut. Sol. 27; – ἡ [[χερσαῖος]] = [[χερσόνησος]], Lycophr. 534.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1350.png Seite 1350]] auch 2 Endgn, aus festem Lande bestehend, auf demselben befindlich; [[κῦμα]] χερσαῖον στρατοῦ, d. i. des Landheeres, Aesch. Spt. 64; ὅς σε ναύτην ἔθηκεν ἀντὶ χερσαίου κακόν Eur. Andr. 458; Her. 4, 192; ὄρνιθες, Ggstz λιμναῖοι, 7, 119; ζῷα, Ggstz πετεινὰ u. θαλάσσια, 2, 123; πεζὸν καὶ χερσαῖον [[εἶδος]] Plat. Tim. 40 a; Ggstz ἐπιθαλαττίδιος. [[πόλις]], mitten im Lande gelegen, Legg. IV, 704 b; ἀκοντισταί Thuc. 7, 67; [[ἀνήρ]] Plut. Sol. 27; – ἡ [[χερσαῖος]] = [[χερσόνησος]], Lycophr. 534.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />de terre ferme ; [[χερσαῖος]], homme de terre ; <i>particul.</i> qui voyage par terre : [[κῦμα]] χερσαῖον στρατοῦ ESCHL le flot de l'armée qui se déroule sur la terre ferme.<br />'''Étymologie:''' [[χέρσος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''χερσαῖος''': -α, -ον, καὶ ος, ον, Λυκόφρ. 534· ([[χέρσος]])· - ὁ τῆς χέρσου, τῆς ξηρᾶς, ὁ ζῶν ἢ εὑρισκόμενος ἐπὶ τῆς χέρσου, τῆς ξηρᾶς γῆς, ὄρνιθες χ., ἀντίθετον τῷ λιμναῖοι, Ἡρόδ. 7. 149· κροκόδειλοι ὁ αὐτ. 4. 192· ζῷα χ., ἀντίθετ. τῷ θαλάσσια καὶ πετεινά, ὁ αὐτ. 2. 123, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 40Α· [[χελώνη]] χ., ἀντίθετον τῷ [[θαλασσία]], ἴδε [[χελώνη]]· μύες χ., ἀντίθετον τῷ ποτάμιοι, Ἀριστ. π. Θαυμ. 125· ὄφεις ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2, 14, 1· - ἡ χερσαία (ἐξυπακ. [[θήρα]]), [[κυνήγιον]] τῶν χερσαίων ζῴων, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ἁλιείαν, Πλάτ. Σοφ. 223Β, πρβλ. Ἀνθ. Παλατ. 9. 14· - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τῶν ἀνθρώπων τῶν οἰκούντων καὶ ἐργαζομένων ἐπὶ τῆς ξηρᾶς, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τοὺς ναύτας, Εὐρ. Ἀνδρ. 458, Θουκ. 7. 67· ἡ χ. [[πόλις]], [[πόλις]] [[μεσόγειος]] κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν παρὰ τὴν θάλασσαν κειμένην, (τὴν ἐπιθαλαττίδιον), Πλάτ. Νόμ. 704Β· ὁδὸς χ., κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς θαλάσσιον ταξίδιον, Ἀνθ. Παλατ. 11. 42, πρβλ. 4. 3, 92· ἐπὶ προσώπου, ὁ διὰ ξηρᾶς ταξιδεύων, [[ὁδοιπόρος]], Πλούτ. 2. 740Β· - μεταφορ., [[κῦμα]] χερσαῖον στρατοῦ, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν στόλον θαλάσσης, Αἰσχύλ. Θήβ. 64· - οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., Ἄρατ. 919. ΙΙ. ἡ [[χερσαῖος]], ὡς οὐσιαστ. = [[χερσόνησος]], Χερσαίου [[κέρας]], «τὸ [[ἀκρωτήριον]], λέγει δὲ αὐτὴν τὴν Χερόνησον» (Σχόλ.), Λυκόφρ. 534.
|lstext='''χερσαῖος''': -α, -ον, καὶ ος, ον, Λυκόφρ. 534· ([[χέρσος]])· - ὁ τῆς χέρσου, τῆς ξηρᾶς, ὁ ζῶν ἢ εὑρισκόμενος ἐπὶ τῆς χέρσου, τῆς ξηρᾶς γῆς, ὄρνιθες χ., ἀντίθετον τῷ λιμναῖοι, Ἡρόδ. 7. 149· κροκόδειλοι ὁ αὐτ. 4. 192· ζῷα χ., ἀντίθετ. τῷ θαλάσσια καὶ πετεινά, ὁ αὐτ. 2. 123, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 40Α· [[χελώνη]] χ., ἀντίθετον τῷ [[θαλασσία]], ἴδε [[χελώνη]]· μύες χ., ἀντίθετον τῷ ποτάμιοι, Ἀριστ. π. Θαυμ. 125· ὄφεις ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2, 14, 1· - ἡ χερσαία (ἐξυπακ. [[θήρα]]), [[κυνήγιον]] τῶν χερσαίων ζῴων, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ἁλιείαν, Πλάτ. Σοφ. 223Β, πρβλ. Ἀνθ. Παλατ. 9. 14· - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τῶν ἀνθρώπων τῶν οἰκούντων καὶ ἐργαζομένων ἐπὶ τῆς ξηρᾶς, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τοὺς ναύτας, Εὐρ. Ἀνδρ. 458, Θουκ. 7. 67· ἡ χ. [[πόλις]], [[πόλις]] [[μεσόγειος]] κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν παρὰ τὴν θάλασσαν κειμένην, (τὴν ἐπιθαλαττίδιον), Πλάτ. Νόμ. 704Β· ὁδὸς χ., κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς θαλάσσιον ταξίδιον, Ἀνθ. Παλατ. 11. 42, πρβλ. 4. 3, 92· ἐπὶ προσώπου, ὁ διὰ ξηρᾶς ταξιδεύων, [[ὁδοιπόρος]], Πλούτ. 2. 740Β· - μεταφορ., [[κῦμα]] χερσαῖον στρατοῦ, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν στόλον θαλάσσης, Αἰσχύλ. Θήβ. 64· - οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., Ἄρατ. 919. ΙΙ. ἡ [[χερσαῖος]], ὡς οὐσιαστ. = [[χερσόνησος]], Χερσαίου [[κέρας]], «τὸ [[ἀκρωτήριον]], λέγει δὲ αὐτὴν τὴν Χερόνησον» (Σχόλ.), Λυκόφρ. 534.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />de terre ferme ; [[χερσαῖος]], homme de terre ; <i>particul.</i> qui voyage par terre : [[κῦμα]] χερσαῖον στρατοῦ ESCHL le flot de l'armée qui se déroule sur la terre ferme.<br />'''Étymologie:''' [[χέρσος]].
}}
}}
{{grml
{{grml