χερσαῖος
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
English (LSJ)
χερσαία, χερσαῖον, also χερσαῖος, χερσαῖον Lyc.534: (χέρσος):—
A from dry land or of dry land, living on dry land or found dry land, ὄρνιθες χερσαῖοι, opp. λιμναῖοι, Hdt.7.119; κροκόδειλοι Id.4.192; ζῷα χερσαῖα, opp. θαλάσσια, πετεινά, Id.2.123, cf. Pl. Ti.40a; χελώνη χερσαία, opp. χελώνη θαλασσία, v. χελώνη; μύες χ., Arist.Mir. 842b7; ὄφεις, opp. θαλάττιαι, Id.HA505b9; ἡ χερσαία (sc. θήρα) hunting of land-animals, opp. fishing, Pl.Sph.223b, cf. AP9.14 (Antiphil.); of landsmen, opp. seamen, E.Andr.457, Th.7.67; χερσαία παρασκευή, opp. ναυτική, Ascl.Tact.1.1; χερσαία πόλις an inland city, opp. seaport (ἐπιθαλαττίδιος), Pl.Lg.704b; ὁδοὶ χερσαῖαι, opp. voyages, AP11.42 (Crin.), cf. 4.3b.46 (Agath.): travelling by land, βραδὺς καὶ χερσαῖος Ἔρως Plu.2.750b; κῦμα στρατοῦ, opp. a fleet, A.Th.64: neuter plural as adverb, Arat. 919.
II ἡ χερσαῖος, as substantive, = χερσόνησος, Lyc.534.
German (Pape)
[Seite 1350] auch 2 Endgn, aus festem Lande bestehend, auf demselben befindlich; κῦμα χερσαῖον στρατοῦ, d. i. des Landheeres, Aesch. Spt. 64; ὅς σε ναύτην ἔθηκεν ἀντὶ χερσαίου κακόν Eur. Andr. 458; Her. 4, 192; ὄρνιθες, Gegensatz λιμναῖοι, 7, 119; ζῷα, Gegensatz πετεινὰ u. θαλάσσια, 2, 123; πεζὸν καὶ χερσαῖον εἶδος Plat. Tim. 40 a; Gegensatz ἐπιθαλαττίδιος. πόλις, mitten im Lande gelegen, Legg. IV, 704 b; ἀκοντισταί Thuc. 7, 67; ἀνήρ Plut. Sol. 27; – ἡ χερσαῖος = χερσόνησος, Lycophr. 534.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de terre ferme ; χερσαῖος, homme de terre ; particul. qui voyage par terre : κῦμα χερσαῖον στρατοῦ ESCHL le flot de l'armée qui se déroule sur la terre ferme.
Étymologie: χέρσος.
Russian (Dvoretsky)
χερσαῖος:
1 сухопутный, наземный (ζῷα Her.; ὄφιες Arst.): κῦμα χερσαίου στρατοῦ Aesch. натиск (досл. волна) сухопутного войска; χ. πόρος или χερσαία ὁδός Anth. сухопутное путешествие;
2 удаленный от моря, внутренний, глубинный (πόλις Plat.);
3 земной (ἔρως Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
χερσαῖος: -α, -ον, καὶ ος, ον, Λυκόφρ. 534· (χέρσος)· - ὁ τῆς χέρσου, τῆς ξηρᾶς, ὁ ζῶν ἢ εὑρισκόμενος ἐπὶ τῆς χέρσου, τῆς ξηρᾶς γῆς, ὄρνιθες χ., ἀντίθετον τῷ λιμναῖοι, Ἡρόδ. 7. 149· κροκόδειλοι ὁ αὐτ. 4. 192· ζῷα χ., ἀντίθετ. τῷ θαλάσσια καὶ πετεινά, ὁ αὐτ. 2. 123, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 40Α· χελώνη χ., ἀντίθετον τῷ θαλασσία, ἴδε χελώνη· μύες χ., ἀντίθετον τῷ ποτάμιοι, Ἀριστ. π. Θαυμ. 125· ὄφεις ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2, 14, 1· - ἡ χερσαία (ἐξυπακ. θήρα), κυνήγιον τῶν χερσαίων ζῴων, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ἁλιείαν, Πλάτ. Σοφ. 223Β, πρβλ. Ἀνθ. Παλατ. 9. 14· - ὡσαύτως ἐπὶ τῶν ἀνθρώπων τῶν οἰκούντων καὶ ἐργαζομένων ἐπὶ τῆς ξηρᾶς, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τοὺς ναύτας, Εὐρ. Ἀνδρ. 458, Θουκ. 7. 67· ἡ χ. πόλις, πόλις μεσόγειος κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν παρὰ τὴν θάλασσαν κειμένην, (τὴν ἐπιθαλαττίδιον), Πλάτ. Νόμ. 704Β· ὁδὸς χ., κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς θαλάσσιον ταξίδιον, Ἀνθ. Παλατ. 11. 42, πρβλ. 4. 3, 92· ἐπὶ προσώπου, ὁ διὰ ξηρᾶς ταξιδεύων, ὁδοιπόρος, Πλούτ. 2. 740Β· - μεταφορ., κῦμα χερσαῖον στρατοῦ, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν στόλον θαλάσσης, Αἰσχύλ. Θήβ. 64· - οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., Ἄρατ. 919. ΙΙ. ἡ χερσαῖος, ὡς οὐσιαστ. = χερσόνησος, Χερσαίου κέρας, «τὸ ἀκρωτήριον, λέγει δὲ αὐτὴν τὴν Χερόνησον» (Σχόλ.), Λυκόφρ. 534.
Greek Monolingual
-α, -ο / χερσαῖος, -αία, -ον, ΝΜΑ, και τ. θηλ. -ος Α
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ξηρά, σε αντιδιαστολή προς τον θαλάσσιο και τον εναέριο ή τον ιπτάμενο (α. «χερσαίες και ναυτικές δυνάμεις» β. «τὰ χερσαῖα καὶ τὰ θαλάσσια καὶ τὰ πετεινά», Ηρόδ.)
νεοελλ.
φρ. «χερσαίο κλίμα»
(μετεωρ.) το ηπειρωτικό κλίμα
αρχ.
1. αυτός που ζει ή βρίσκεται στη στεριά, σε αντιδιαστολή προς τον λιμναίο και ποταμήσιο (α. «ἔτρεφον ὄρνιθας χερσαίους καὶ λιμναίους», Ηρόδ.
β. «ποτάμιον... ὑπάρχον καὶ χερσαῖον», Διόδ.)
2. (για πρόσ.) α) αυτός που ταξιδεύει διά ξηράς, οδοιπόρος
β) αυτός που ζει και εργάζεται στη στεριά, σε αντιδιαστολή προς τον ναύτη, στεριανός
3. (για πόλη) μεσόγειος, αυτός που βρίσκεται στην ενδοχώρα («ἐπιθαλαττίδιος ἔσται... ἤ χερσαία», Πλάτ.)
4. το θηλ. ως ουσ. ἡ χερσαία- (ενν. θήρα) το κυνήγι, σε αντιδιαστολή προς το ψάρεμα
5. το θηλ. ως ουσ. ἡ χερσαῖος
η χερσόνησος
6. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) χερσαῖα
διά ξηράς
7. φρ. «ὁδὸς χερσαία» — ταξίδι διά ξηράς, οδοιπορία, σε αντιδιαστολή προς το ταξίδι διά θαλάσσης (Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χέρσος + κατάλ. -αῖος].
Greek Monotonic
χερσαῖος: -α, -ον (χέρσος), αυτός που βρίσκεται ή που ανήκει στην ξηρά, ὄρνιθες χερσαῖαι, πουλιά της ξηράς, αντίθ. προς λιμναῖοι, σε Ηρόδ.· χερσαῖος κροκόδειλος, κροκόδειλος, στον ίδ.· επίσης, λέγεται για ανθρώπους της ξηράς, αντίθ. προς τους ανθρώπους της θάλασσας, σε Ευρ., Θουκ.· κῦμα χερσαῖον στρατοῦ, στρατός, αντίθ. προς τον στόλο, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
χερσαῖος, η, ον χέρσος
on or of dry land, ὄρνιθες χ. land-birds, opp. to λιμναῖοι, Hdt.; χ. κροκόδειλος a lizard, Hdt.:—also of landsmen, as opp. to seamen, Eur., Thuc.; κῦμα χερσαῖον στρατοῦ, an army, opp. to a fleet, Aesch.
English (Woodhouse)
land lubber, living on land, of dry land, on dry land
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό χέρσος, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.