ψιθυρίζω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - " :" to ":")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1399.png Seite 1399]] dor. [[ψιθυρίσδω]], Theocr. 2, 141, zischeln, [[flüstern]], heimlich in's Ohr sagen, einflüstern, zuraunen; Plat. [[πρός]] τινα, Euthyd. 276 d Gorg. 485 d; Pol. 15, 27, 10; Plut. Alc. 23; bes. Lügen, Verleumdungen einflüstern, Sp. – Aber auch von Schwalben, zwitschern, Poll. 5, 90; von Bäumen, säuseln, [[ὅταν]] [[πλάτανος]] πτελέᾳ ψιθυρίζῃ Ar. Nubb. 995.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1399.png Seite 1399]] dor. [[ψιθυρίσδω]], Theocr. 2, 141, zischeln, [[flüstern]], heimlich in's Ohr sagen, einflüstern, zuraunen; Plat. [[πρός]] τινα, Euthyd. 276 d Gorg. 485 d; Pol. 15, 27, 10; Plut. Alc. 23; bes. Lügen, Verleumdungen einflüstern, Sp. – Aber auch von Schwalben, zwitschern, Poll. 5, 90; von Bäumen, säuseln, [[ὅταν]] [[πλάτανος]] πτελέᾳ ψιθυρίζῃ Ar. Nubb. 995.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ψιθυριῶ;<br />gazouiller, murmurer doucement.<br />'''Étymologie:''' [[ψίθυρος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ψῐθῠρίζω''': Δωρ. -σδω· μελλ. Ἀττ. -ιῶ· ([[ψίθυρος]]) ― ὁμιλῶ χαμηλοφώνως, ὁμιλῶ εἰς τὸ οὖς τινος, Πλάτ. Γοργ. 485D· ψ. [[πρός]] τινα ὁ αὐτ. ἐν Εὐθυδ. 276D· ἀλλήλοις τι Θεόκριτ. 27. 67. 2) [[ψιθυρίζω]], [[λέγω]] χαμηλοφώνως ὅ,τι δὲν τολμῶ νὰ εἴπω μεγαλοφώνως, [[λέγω]] λοιδορίας, κατά τινος Ἀλκίφρων 3. 58, Ἑβδ. (Ψαλμ. Μ΄, 7)· ψ. καὶ διαβάλλειν Θεμίστ. 262C. ― Παθ. τὸ ψιθυριζόμενον [[ὄνομα]] Πλουτ. Ἀλκ. 23. 3) ἐπὶ ἤχου ἢ θορύβου μικροῦ καὶ ἡσύχου, [[οἷον]] ἐπὶ τοῦ ἤχου τῶν δένδρων ὑπὸ ἐλαφροῦ ἀνέμου κινουμένων, [[ὅταν]] [[πλάτανος]] πτελέᾳ ψιθυρίζῃ Ἀριστοφ. Νεφ. 1008.
|lstext='''ψῐθῠρίζω''': Δωρ. -σδω· μελλ. Ἀττ. -ιῶ· ([[ψίθυρος]]) ― ὁμιλῶ χαμηλοφώνως, ὁμιλῶ εἰς τὸ οὖς τινος, Πλάτ. Γοργ. 485D· ψ. [[πρός]] τινα ὁ αὐτ. ἐν Εὐθυδ. 276D· ἀλλήλοις τι Θεόκριτ. 27. 67. 2) [[ψιθυρίζω]], [[λέγω]] χαμηλοφώνως ὅ,τι δὲν τολμῶ νὰ εἴπω μεγαλοφώνως, [[λέγω]] λοιδορίας, κατά τινος Ἀλκίφρων 3. 58, Ἑβδ. (Ψαλμ. Μ΄, 7)· ψ. καὶ διαβάλλειν Θεμίστ. 262C. ― Παθ. τὸ ψιθυριζόμενον [[ὄνομα]] Πλουτ. Ἀλκ. 23. 3) ἐπὶ ἤχου ἢ θορύβου μικροῦ καὶ ἡσύχου, [[οἷον]] ἐπὶ τοῦ ἤχου τῶν δένδρων ὑπὸ ἐλαφροῦ ἀνέμου κινουμένων, [[ὅταν]] [[πλάτανος]] πτελέᾳ ψιθυρίζῃ Ἀριστοφ. Νεφ. 1008.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ψιθυριῶ;<br />gazouiller, murmurer doucement.<br />'''Étymologie:''' [[ψίθυρος]].
}}
}}
{{grml
{{grml