Anonymous

ψιθυρίζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>f.</i> ψιθυριῶ;<br />gazouiller, murmurer doucement.<br />'''Étymologie:''' [[ψίθυρος]].
|btext=<i>f.</i> ψιθυριῶ;<br />gazouiller, murmurer doucement.<br />'''Étymologie:''' [[ψίθυρος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''ψῐθῠρίζω''': Δωρ. -σδω· μελλ. Ἀττ. -ιῶ· ([[ψίθυρος]]) ― ὁμιλῶ χαμηλοφώνως, ὁμιλῶ εἰς τὸ οὖς τινος, Πλάτ. Γοργ. 485D· ψ. [[πρός]] τινα ὁ αὐτ. ἐν Εὐθυδ. 276D· ἀλλήλοις τι Θεόκριτ. 27. 67. 2) [[ψιθυρίζω]], [[λέγω]] χαμηλοφώνως ὅ,τι δὲν τολμῶ νὰ εἴπω μεγαλοφώνως, [[λέγω]] λοιδορίας, κατά τινος Ἀλκίφρων 3. 58, Ἑβδ. (Ψαλμ. Μ΄, 7)· ψ. καὶ διαβάλλειν Θεμίστ. 262C. ― Παθ. τὸ ψιθυριζόμενον [[ὄνομα]] Πλουτ. Ἀλκ. 23. 3) ἐπὶ ἤχου ἢ θορύβου μικροῦ καὶ ἡσύχου, [[οἷον]] ἐπὶ τοῦ ἤχου τῶν δένδρων ὑπὸ ἐλαφροῦ ἀνέμου κινουμένων, [[ὅταν]] [[πλάτανος]] πτελέᾳ ψιθυρίζῃ Ἀριστοφ. Νεφ. 1008.
|elnltext=ψιθυρίζω [ψίθυρος] Dor. imperf. 1 plur. ἐψιθυρίσδομες fluisteren; overdr. ritselen:. ὁπόταν πλάτανος... ψιθυρίζῃ wanneer de plataan ritselt Aristoph. Nub. 1008.
}}
{{elru
|elrutext='''ψῐθῠρίζω:''' дор. ψῐθῠρίσδω шептать (πρός τινα Plat.; ἀλλήλοις Theocr.): [[μετά]] τινος ἐν γωνίᾳ ψ. Plat. шептаться с кем-л. в углу; τὸ ψιθυριζόμενον [[ὄνομα]] Plut. произносимое шепотом имя; [[ὁπόταν]] [[πλάτανος]] πτελέᾳ ψιθυρίζῃ Arph. когда платан шепчется с вязом.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''ψῐθῠρίζω:''' Δωρ. -ίσδω, μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i> ([[ψίθυρος]]), [[ψιθυρίζω]], [[μιλώ]] στο [[αυτί]], σε Πλάτ., Θεόκρ.· μεταφ., λέγεται για μικρό θόρυβο που προκαλείται από την [[κίνηση]] των κλαδιών των δέντρων που σείονται από τον άνεμο, [[ὅταν]] [[πλάτανος]] πτελέᾳ ψιθυρίζῃ, όταν ο [[πλάτανος]] ψιθυρίζει στη [[φτελιά]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ψῐθῠρίζω:''' Δωρ. -ίσδω, μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i> ([[ψίθυρος]]), [[ψιθυρίζω]], [[μιλώ]] στο [[αυτί]], σε Πλάτ., Θεόκρ.· μεταφ., λέγεται για μικρό θόρυβο που προκαλείται από την [[κίνηση]] των κλαδιών των δέντρων που σείονται από τον άνεμο, [[ὅταν]] [[πλάτανος]] πτελέᾳ ψιθυρίζῃ, όταν ο [[πλάτανος]] ψιθυρίζει στη [[φτελιά]], σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''ψῐθῠρίζω:''' дор. ψῐθῠρίσδω шептать (πρός τινα Plat.; ἀλλήλοις Theocr.): [[μετά]] τινος ἐν γωνίᾳ ψ. Plat. шептаться с кем-л. в углу; τὸ ψιθυριζόμενον [[ὄνομα]] Plut. произносимое шепотом имя; [[ὁπόταν]] [[πλάτανος]] πτελέᾳ ψιθυρίζῃ Arph. когда платан шепчется с вязом.
|lstext='''ψῐθῠρίζω''': Δωρ. -σδω· μελλ. Ἀττ. -ιῶ· ([[ψίθυρος]]) ― ὁμιλῶ χαμηλοφώνως, ὁμιλῶ εἰς τὸ οὖς τινος, Πλάτ. Γοργ. 485D· ψ. [[πρός]] τινα ὁ αὐτ. ἐν Εὐθυδ. 276D· ἀλλήλοις τι Θεόκριτ. 27. 67. 2) [[ψιθυρίζω]], [[λέγω]] χαμηλοφώνως ὅ,τι δὲν τολμῶ νὰ εἴπω μεγαλοφώνως, [[λέγω]] λοιδορίας, κατά τινος Ἀλκίφρων 3. 58, Ἑβδ. (Ψαλμ. Μ΄, 7)· ψ. καὶ διαβάλλειν Θεμίστ. 262C. ― Παθ. τὸ ψιθυριζόμενον [[ὄνομα]] Πλουτ. Ἀλκ. 23. 3) ἐπὶ ἤχου ἢ θορύβου μικροῦ καὶ ἡσύχου, [[οἷον]] ἐπὶ τοῦ ἤχου τῶν δένδρων ὑπὸ ἐλαφροῦ ἀνέμου κινουμένων, [[ὅταν]] [[πλάτανος]] πτελέᾳ ψιθυρίζῃ Ἀριστοφ. Νεφ. 1008.
}}
{{elnl
|elnltext=ψιθυρίζω [ψίθυρος] Dor. imperf. 1 plur. ἐψιθυρίσδομες fluisteren; overdr. ritselen:. ὁπόταν πλάτανος... ψιθυρίζῃ wanneer de plataan ritselt Aristoph. Nub. 1008.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj