ἀκράχολος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0081.png Seite 81]] (ion. ἀκρήχολος, von [[ἄκρος]] od. [[ἄκρατος]] u. [[χόλος]]), jähzornig, Ar. Eq. 41 (Schol. εἰς ὀργὴν [[πρόχειρος]]); Plat. Legg. VII, 791 d Rep. III, 411 c, neben ὀργίλοι, wo vor Bekk. ἀκρόχ. stand. Allgemeiner verb. Theocr. 24, 60 ξηρὸν ὑπαὶ [[δείους]] ἀκράχολον, in heftiger Gemüthsbewegung; Phereer. bei B. A. 475 nennt [[ἄχερδος]] ἀκραχολωτάτη, derviel Spitzen, Dornen hat; [[μέλισσα]] ἀκρ. Epinic. Ath. X, 432 c.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0081.png Seite 81]] (ion. ἀκρήχολος, von [[ἄκρος]] od. [[ἄκρατος]] u. [[χόλος]]), jähzornig, Ar. Eq. 41 (Schol. εἰς ὀργὴν [[πρόχειρος]]); Plat. Legg. VII, 791 d Rep. III, 411 c, neben ὀργίλοι, wo vor Bekk. ἀκρόχ. stand. Allgemeiner verb. Theocr. 24, 60 ξηρὸν ὑπαὶ [[δείους]] ἀκράχολον, in heftiger Gemüthsbewegung; Phereer. bei B. A. 475 nennt [[ἄχερδος]] ἀκραχολωτάτη, derviel Spitzen, Dornen hat; [[μέλισσα]] ἀκρ. Epinic. Ath. X, 432 c.
}}
{{bailly
|btext=<i>ou</i> [[ἀκρόχολος]];<br />ος, ον :<br /><b>1</b> [[emporté]], [[passionné]];<br /><b>2</b> [[blême]].<br />'''Étymologie:''' [[ἄκρος]], [[χολή]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκράχολος''': [ᾱ], -ον, ὁ [[ταχέως]] ἢ αἰφνιδίως ὀργιζόμενος, [[ὀργίλος]], Ἀριστοφ. Ἱπ. 41· [[κύων]] ἀκρ., [[ὀξύθυμος]], χαλεπὸς [[κύων]], ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 535· [[μέλισσα]], Ἐπίνικος ἐν «Μνησιπολέμῳ» 1.7· [[ἄχερδος]] ἀκρ., ἄγριον [[ἀπίδιον]] (ἀχλάδι) ἀκανθῶδες, τὸ ὁποῖον [[ὅταν]] τὸ ἐγγίσῃ τις ἀγκυλώνεται, Φερεκρ. Ἄδηλ. 32: - [[ὡσαύτως]] ἀκρόχολος, ον, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 5, 9, Φίλων, Πλούτ. κτλ. ΙΙ. [[καθόλου]], ὁ ἐν παραφόρῳ θλίψει εὑρισκόμενος, Θεοκρ. 24. 60. (Οἱ τύποι ἀκράχολος-[[χολέω]], ἐπιβεβαιοῦνται ὑφ’ ὅλων τῶν ποιητικῶν χωρίων, ὡς καὶ ὑπὸ τοῦ Ἰωνικοῦ τύπου ἀκρηχολία ἐν Ἱππ. καὶ ἐν Α. Β. 77 ἀκράχολος ἀναφέρεται εἰς Πλάτ. Πολ. (441C.), [[ἔνθα]] τὰ πλεῖστα τῶν χειρογράφων ἔχουσιν ἀκρόχολος, ἐνῷ ἐν Νόμ. 731D, 791D, ἀναγινώσκομεν ἀκράχ-· πρβλ. Εὐστ. 1243. 23, 1735. 46. Ὁ ἀρχικὸς [[τύπος]] φαίνεται ὅτι ἦτο [[ἀκράχολος]], [[οὗτος]] δὲ πιθανῶς προέκυψεν ἐκ συστολῆς τοῦ ἀκρατόχολος, ἴδε ἀκρητόχολος, καὶ πρβλ. Λοβ. Φρύν. 664, ὅτε δὲ αὕτη ἡ [[ἔννοια]] ἐλησμονήθη, ὁ [[τύπος]] ἀκρόχολος βαθμηδὸν εἰσήχθη).
|lstext='''ἀκράχολος''': [ᾱ], -ον, ὁ [[ταχέως]] ἢ αἰφνιδίως ὀργιζόμενος, [[ὀργίλος]], Ἀριστοφ. Ἱπ. 41· [[κύων]] ἀκρ., [[ὀξύθυμος]], χαλεπὸς [[κύων]], ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 535· [[μέλισσα]], Ἐπίνικος ἐν «Μνησιπολέμῳ» 1.7· [[ἄχερδος]] ἀκρ., ἄγριον [[ἀπίδιον]] (ἀχλάδι) ἀκανθῶδες, τὸ ὁποῖον [[ὅταν]] τὸ ἐγγίσῃ τις ἀγκυλώνεται, Φερεκρ. Ἄδηλ. 32: - [[ὡσαύτως]] ἀκρόχολος, ον, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 5, 9, Φίλων, Πλούτ. κτλ. ΙΙ. [[καθόλου]], ὁ ἐν παραφόρῳ θλίψει εὑρισκόμενος, Θεοκρ. 24. 60. (Οἱ τύποι ἀκράχολος-[[χολέω]], ἐπιβεβαιοῦνται ὑφ’ ὅλων τῶν ποιητικῶν χωρίων, ὡς καὶ ὑπὸ τοῦ Ἰωνικοῦ τύπου ἀκρηχολία ἐν Ἱππ. καὶ ἐν Α. Β. 77 ἀκράχολος ἀναφέρεται εἰς Πλάτ. Πολ. (441C.), [[ἔνθα]] τὰ πλεῖστα τῶν χειρογράφων ἔχουσιν ἀκρόχολος, ἐνῷ ἐν Νόμ. 731D, 791D, ἀναγινώσκομεν ἀκράχ-· πρβλ. Εὐστ. 1243. 23, 1735. 46. Ὁ ἀρχικὸς [[τύπος]] φαίνεται ὅτι ἦτο [[ἀκράχολος]], [[οὗτος]] δὲ πιθανῶς προέκυψεν ἐκ συστολῆς τοῦ ἀκρατόχολος, ἴδε ἀκρητόχολος, καὶ πρβλ. Λοβ. Φρύν. 664, ὅτε δὲ αὕτη ἡ [[ἔννοια]] ἐλησμονήθη, ὁ [[τύπος]] ἀκρόχολος βαθμηδὸν εἰσήχθη).
}}
{{bailly
|btext=<i>ou</i> [[ἀκρόχολος]];<br />ος, ον :<br /><b>1</b> [[emporté]], [[passionné]];<br /><b>2</b> [[blême]].<br />'''Étymologie:''' [[ἄκρος]], [[χολή]].
}}
}}
{{grml
{{grml