ἀκορία: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> -ίη Hp.<i>Epid</i>.6.4.18<br /><b class="num">1</b> [[moderación]] c. gen. τροφῆς Hp.l.c.<br /><b class="num">2</b> [[deseo insaciable]] ποτοῦ Aret.<i>CD</i> 2.2.2<br /><b class="num">•</b>[[deseo insatisfecho]], <i>TDA</i> 15.23 (Siria III d.C.).
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> -ίη Hp.<i>Epid</i>.6.4.18<br /><b class="num">1</b> [[moderación]] c. gen. τροφῆς Hp.l.c.<br /><b class="num">2</b> [[deseo insaciable]] ποτοῦ Aret.<i>CD</i> 2.2.2<br /><b class="num">•</b>[[deseo insatisfecho]], <i>TDA</i> 15.23 (Siria III d.C.).
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />avidité insatiable.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[κόρος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκορία''': ἡ ([[ἄκορος]]) ἐν Ἱππ. 1180F, τὸ μὴ ἐσθίειν [[μέχρι]] χορτασμοῦ, [[ἐγκράτεια]] ἐν τῷ ἐσθίειν· ἀλλὰ παρ· Ἀρετ. Θερ. Ὀξ. Παθ. 2.2, ἀκ. ποτοῦ, πιθαν. νὰ σημαίνῃ ἄσβεστον ἐπιθυμίαν ποτοῦ.
|lstext='''ἀκορία''': ἡ ([[ἄκορος]]) ἐν Ἱππ. 1180F, τὸ μὴ ἐσθίειν [[μέχρι]] χορτασμοῦ, [[ἐγκράτεια]] ἐν τῷ ἐσθίειν· ἀλλὰ παρ· Ἀρετ. Θερ. Ὀξ. Παθ. 2.2, ἀκ. ποτοῦ, πιθαν. νὰ σημαίνῃ ἄσβεστον ἐπιθυμίαν ποτοῦ.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />avidité insatiable.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[κόρος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (Α [[ἀκορία]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>Ιατρ.</b> [[έλλειψη]] κορεσμού, από παθολογική [[αύξηση]] της όρεξης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το να μην τρώει [[κανείς]] [[μέχρι]] κορεσμού, [[εγκράτεια]] στο [[φαγητό]]<br /><b>2.</b> ανικανοποίητη, υπερβολική [[επιθυμία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄκορος]]<br />η λ. πέρασε και στην ξεν. ιατρική [[ορολογία]]. [[πρβλ]]. γαλλ. <i>acorie</i> (νεολατιν. <i>acoria</i>, γερμ. <i>akorie</i> <b>κ.λπ.</b>), από όπου προέρχεται και ο νεοελληνικά [[ιατρικός]] όρος].<br /><b>(II)</b><br />η <b>(Οφθαλμ.)</b><br />[[ανυπαρξία]] κόρης του ματιού λόγω ελλείψεως εκ γενετής ή επίκτητης καταστροφής της ίριδας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>acorea</i>, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[κόρη]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (Α [[ἀκορία]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>Ιατρ.</b> [[έλλειψη]] κορεσμού, από παθολογική [[αύξηση]] της όρεξης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το να μην τρώει [[κανείς]] [[μέχρι]] κορεσμού, [[εγκράτεια]] στο [[φαγητό]]<br /><b>2.</b> ανικανοποίητη, υπερβολική [[επιθυμία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄκορος]]<br />η λ. πέρασε και στην ξεν. ιατρική [[ορολογία]]. [[πρβλ]]. γαλλ. <i>acorie</i> (νεολατιν. <i>acoria</i>, γερμ. <i>akorie</i> <b>κ.λπ.</b>), από όπου προέρχεται και ο νεοελληνικά [[ιατρικός]] όρος].<br /><b>(II)</b><br />η <b>(Οφθαλμ.)</b><br />[[ανυπαρξία]] κόρης του ματιού λόγω ελλείψεως εκ γενετής ή επίκτητης καταστροφής της ίριδας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>acorea</i>, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[κόρη]].
}}
}}