Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀκορία

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκορία Medium diacritics: ἀκορία Low diacritics: ακορία Capitals: ΑΚΟΡΙΑ
Transliteration A: akoría Transliteration B: akoria Transliteration C: akoria Beta Code: a)kori/a

English (LSJ)

ἡ,
A not eating to satiety, moderation in eating, Hp.Epid.6.4.18.
II ἀ. ποτοῦ insatiable desire of drink, Aret.CD2.2.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): -ίη Hp.Epid.6.4.18
1 moderación c. gen. τροφῆς Hp.l.c.
2 deseo insaciable ποτοῦ Aret.CD 2.2.2
deseo insatisfecho, TDA 15.23 (Siria III d.C.).

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
avidité insatiable.
Étymologie: , κόρος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκορία: ἡ (ἄκορος) ἐν Ἱππ. 1180F, τὸ μὴ ἐσθίειν μέχρι χορτασμοῦ, ἐγκράτεια ἐν τῷ ἐσθίειν· ἀλλὰ παρ· Ἀρετ. Θερ. Ὀξ. Παθ. 2.2, ἀκ. ποτοῦ, πιθαν. νὰ σημαίνῃ ἄσβεστον ἐπιθυμίαν ποτοῦ.

Greek Monolingual

(I)
η (Α ἀκορία)
νεοελλ.
Ιατρ. έλλειψη κορεσμού, από παθολογική αύξηση της όρεξης
αρχ.
1. το να μην τρώει κανείς μέχρι κορεσμού, εγκράτεια στο φαγητό
2. ανικανοποίητη, υπερβολική επιθυμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκορος
η λ. πέρασε και στην ξεν. ιατρική ορολογία. πρβλ. γαλλ. acorie (νεολατιν. acoria, γερμ. akorie κ.λπ.), από όπου προέρχεται και ο νεοελληνικά ιατρικός όρος].
(II)
η (Οφθαλμ.)
ανυπαρξία κόρης του ματιού λόγω ελλείψεως εκ γενετής ή επίκτητης καταστροφής της ίριδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < acorea, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής < α- στερητ. + κόρη.