ἀνέλπιστος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0222.png Seite 222]] ungehofft, unerwartet, Plat. Apol. 36 a; οὐ γὰρ ἀν. αὐτοῖς, ἀλλ' ἀεὶ διὰ φόβου [[εἰσί]] Thuc. 6, 84;. – hoffnungslos, [[βίοτος]] Soph. El. 179; [[οὔπω]] ἀν. [[μᾶλλον]] γεγόνασι, sie haben noch nie weniger Hoffnung gehabt, Thuc. 6, 17: ἀν. εἰμι σωθήσεσθαι 8, 1, ich hoffe nicht, gerettet zu werden; τοῦ [[ἑλεῖν]], ohne Hoffnung, zu fangen, Xen. Cyn. 7, 9; πρὸς τὸ ἀνέλπιστον τραπόμενοι τῇ γνώμῃ, sich der Verzweiflung überlassend. Thuc. 2, 51; σωτηρίας ἀνελπίστου οὔσης, da Rettung nicht zu hoffen ist, Dem. 32, 7. – Adv. ἀνελπίστως, unerwartet, Pol. 1, 6 u. öfter; ἀνελπίστως ἔχει, er verzweifelt, Plat. Phil. 36 b.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0222.png Seite 222]] ungehofft, unerwartet, Plat. Apol. 36 a; οὐ γὰρ ἀν. αὐτοῖς, ἀλλ' ἀεὶ διὰ φόβου [[εἰσί]] Thuc. 6, 84;. – hoffnungslos, [[βίοτος]] Soph. El. 179; [[οὔπω]] ἀν. [[μᾶλλον]] γεγόνασι, sie haben noch nie weniger Hoffnung gehabt, Thuc. 6, 17: ἀν. εἰμι σωθήσεσθαι 8, 1, ich hoffe nicht, gerettet zu werden; τοῦ [[ἑλεῖν]], ohne Hoffnung, zu fangen, Xen. Cyn. 7, 9; πρὸς τὸ ἀνέλπιστον τραπόμενοι τῇ γνώμῃ, sich der Verzweiflung überlassend. Thuc. 2, 51; σωτηρίας ἀνελπίστου οὔσης, da Rettung nicht zu hoffen ist, Dem. 32, 7. – Adv. ἀνελπίστως, unerwartet, Pol. 1, 6 u. öfter; ἀνελπίστως ἔχει, er verzweifelt, Plat. Phil. 36 b.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>I. 1</b> inattendu, inespéré ; <i>en gén.</i> imprévu;<br /><b>2</b> désespéré, au sujet duquel on n’espère plus, qui ne laisse pas d'espoir;<br /><b>II.</b> qui n’espère pas <i>ou</i> n’espère plus, désespéré ; [[ἀνέλπιστος]] ἔς τινα THC qui désespère à l'égard de qqn, <i>càd</i> dans sa lutte contre qqn ; [[ἀνέλπιστος]] ἐπιγίγνεσθαί τινα THC n’espérant pas <i>ou</i> ne supposant pas que personne survînt ; [[ἀνέλπιστος]] σωθήσεσθαι THC qui désespère d'être sauvé ; τὸ ἀνέλπιστον THC le désespoir.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἐλπίζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνέλπιστος''': -ον, ὡς καὶ νῦν, ὁ μὴ ἐλπιζόμενος, ὁ [[ἀπροσδόκητος]], φυγὴ Αἰσχύλ. Ἱκ. 329· [[θαῦμα]] Σοφ. Τρ. 673· [[ἔργον]] Θουκ. 6. 33· [[τύχη]] Εὐρ. Ἑλ. 412· τὸ ἀνέλπιστον τοῦ βεβαίου, ἡ [[ἔλλειψις]] προσδοκίας, περὶ τῆς κτήσεως βεβαίου τινὸς πράγματος, Θουκ. 3. 83· τὰ ἀν. Ἀριστ. Ρητ. 2. 5, 14· οὐκ ἀνέλπιστον γέγονέ μοι τὸ γεγονὸς Πλάτ. Ἀπολογ. 36Α: ― Ἐπίρρ. -τως, ἀπροσδοκήτως, ἀνελπίστως γέγονε [[μέγας]] Ψήφισμ. παρὰ Δημ. 289. 17. ΙΙ. ἐνεργ., 1) ἐπὶ προσώπων, ὁ μὴ ἔχων ἐλπίδα, [[ἄνελπις]], Ἱππ. Ἀφ. 1260, Προγν. 43· ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες Θεόκρ. 4. 42· μετ’ ἀπαρεμφ., ἀν. σωθήσεσθαι Θουκ. 8. 1· ἀν. ἐπιγενέσθαι ἄν τινα σφίσι πολέμιον, μὴ περιμένοντες ὅτι..., ὁ αὐτ. 3. 30· ἀν. τοῦ [[ἑλεῖν]] Ξεν. Κύν. 7. 9· ἀν. ἔς. τινα Θουκ. 6. 17· ἀν. καταστῆσαί τινα, ὡς... ὁ αὐτ. 3. 46· ― Ἐπίρρ. ἀνελπίστως ἔχει, εὑρίσκεται ἐν ἀπελπισμῷ, Πλάτ. Φίληβ. 36Β. 2) ἐπὶ πράγματος ἢ καταστάσεως, [[βίοτος]] [[ἀνέλπιστος]], [[ἄνευ]] ἐλπίδος τινός, Σοφ. Ἠλ. 186, Θουκ. 5. 102· πρὸς τὸ ἀνέλπιστον τρέπεσθαι ὁ αὐτ. 2. 51· ἀνέλπιστον οὐδέν [ἐστι], μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., [[οὐδόλως]] [[εἶναι]] παράλογον νὰ ἐλπίζῃ τις ὅτι..., Ἀνδοκ. 32. 21: ― Συγκρ., τὰ ἐκ τῆς γῆς ἀνελπιστότερα [[ὄντα]] Θουκ. 7. 4: ― Ἐπίρρ., ἀνελπίστως νουσέειν Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 2. 5.
|lstext='''ἀνέλπιστος''': -ον, ὡς καὶ νῦν, ὁ μὴ ἐλπιζόμενος, ὁ [[ἀπροσδόκητος]], φυγὴ Αἰσχύλ. Ἱκ. 329· [[θαῦμα]] Σοφ. Τρ. 673· [[ἔργον]] Θουκ. 6. 33· [[τύχη]] Εὐρ. Ἑλ. 412· τὸ ἀνέλπιστον τοῦ βεβαίου, ἡ [[ἔλλειψις]] προσδοκίας, περὶ τῆς κτήσεως βεβαίου τινὸς πράγματος, Θουκ. 3. 83· τὰ ἀν. Ἀριστ. Ρητ. 2. 5, 14· οὐκ ἀνέλπιστον γέγονέ μοι τὸ γεγονὸς Πλάτ. Ἀπολογ. 36Α: ― Ἐπίρρ. -τως, ἀπροσδοκήτως, ἀνελπίστως γέγονε [[μέγας]] Ψήφισμ. παρὰ Δημ. 289. 17. ΙΙ. ἐνεργ., 1) ἐπὶ προσώπων, ὁ μὴ ἔχων ἐλπίδα, [[ἄνελπις]], Ἱππ. Ἀφ. 1260, Προγν. 43· ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες Θεόκρ. 4. 42· μετ’ ἀπαρεμφ., ἀν. σωθήσεσθαι Θουκ. 8. 1· ἀν. ἐπιγενέσθαι ἄν τινα σφίσι πολέμιον, μὴ περιμένοντες ὅτι..., ὁ αὐτ. 3. 30· ἀν. τοῦ [[ἑλεῖν]] Ξεν. Κύν. 7. 9· ἀν. ἔς. τινα Θουκ. 6. 17· ἀν. καταστῆσαί τινα, ὡς... ὁ αὐτ. 3. 46· ― Ἐπίρρ. ἀνελπίστως ἔχει, εὑρίσκεται ἐν ἀπελπισμῷ, Πλάτ. Φίληβ. 36Β. 2) ἐπὶ πράγματος ἢ καταστάσεως, [[βίοτος]] [[ἀνέλπιστος]], [[ἄνευ]] ἐλπίδος τινός, Σοφ. Ἠλ. 186, Θουκ. 5. 102· πρὸς τὸ ἀνέλπιστον τρέπεσθαι ὁ αὐτ. 2. 51· ἀνέλπιστον οὐδέν [ἐστι], μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., [[οὐδόλως]] [[εἶναι]] παράλογον νὰ ἐλπίζῃ τις ὅτι..., Ἀνδοκ. 32. 21: ― Συγκρ., τὰ ἐκ τῆς γῆς ἀνελπιστότερα [[ὄντα]] Θουκ. 7. 4: ― Ἐπίρρ., ἀνελπίστως νουσέειν Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 2. 5.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>I. 1</b> inattendu, inespéré ; <i>en gén.</i> imprévu;<br /><b>2</b> désespéré, au sujet duquel on n’espère plus, qui ne laisse pas d'espoir;<br /><b>II.</b> qui n’espère pas <i>ou</i> n’espère plus, désespéré ; [[ἀνέλπιστος]] ἔς τινα THC qui désespère à l'égard de qqn, <i>càd</i> dans sa lutte contre qqn ; [[ἀνέλπιστος]] ἐπιγίγνεσθαί τινα THC n’espérant pas <i>ou</i> ne supposant pas que personne survînt ; [[ἀνέλπιστος]] σωθήσεσθαι THC qui désespère d'être sauvé ; τὸ ἀνέλπιστον THC le désespoir.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἐλπίζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml