ἀνασκευάζω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0207.png Seite 207]] 1) wieder aufpacken, bes. vom Troß u. Gepäcke der Soldaten (vgl. Xen. Cyr. 8, 5, 4 συντίθησι μὲν [[ἕκαστος]] σκεύη οἷσπερ τέτακται χρῆσθαι, ἀνατίθενται δ' αὖ ἄλλοι ἐπὶ τὰ ὑποζύγια); dah. aufpacken u. fortschaffen, Xen. An. 5, 10, 8 Cyr. 6, 2, 25, wo es schon in die Bdtg plündern übergeht; auch in fremde Gegenden versetzen, Heracl. Pont. bei Ath. XII, 537 a; niederreißen, zerstören, neben [[ἀναιρέω]] Thue. 4, 116; ἦ πάντ' ἀνεσκευάσμεθα, gänzlich zu Grunde gerichtet, Eur. El. 602; συνθήκας, Bund brechen, Pol. 9, 81; φήμην 12, 25. Von Geldwechslern, ihren Wechseltisch abbrechen, Bankerott machen, ἀνασκευασθείσης τῆς τραπέζης Dem. 33, 9; vgl. 49, 68. Bei den Rhetoren: die Gründe des Gegners widerlegen, Arist. rhet. 2, 24 top. 2, 2, oft. – Med., seine Sachen zusammenpacken u. wegziehen, Thuc. 1, 18; Plut. Syll. 15, oft; D. Hal. 8, 68; auch zerstören. – 2) wieder aufbauen, Strabo; wieder in Stand setzen, heilen, Medic.; βλάβην, wieder gut machen, Geopon.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0207.png Seite 207]] 1) wieder aufpacken, bes. vom Troß u. Gepäcke der Soldaten (vgl. Xen. Cyr. 8, 5, 4 συντίθησι μὲν [[ἕκαστος]] σκεύη οἷσπερ τέτακται χρῆσθαι, ἀνατίθενται δ' αὖ ἄλλοι ἐπὶ τὰ ὑποζύγια); dah. aufpacken u. fortschaffen, Xen. An. 5, 10, 8 Cyr. 6, 2, 25, wo es schon in die Bdtg plündern übergeht; auch in fremde Gegenden versetzen, Heracl. Pont. bei Ath. XII, 537 a; niederreißen, zerstören, neben [[ἀναιρέω]] Thue. 4, 116; ἦ πάντ' ἀνεσκευάσμεθα, gänzlich zu Grunde gerichtet, Eur. El. 602; συνθήκας, Bund brechen, Pol. 9, 81; φήμην 12, 25. Von Geldwechslern, ihren Wechseltisch abbrechen, Bankerott machen, ἀνασκευασθείσης τῆς τραπέζης Dem. 33, 9; vgl. 49, 68. Bei den Rhetoren: die Gründe des Gegners widerlegen, Arist. rhet. 2, 24 top. 2, 2, oft. – Med., seine Sachen zusammenpacken u. wegziehen, Thuc. 1, 18; Plut. Syll. 15, oft; D. Hal. 8, 68; auch zerstören. – 2) wieder aufbauen, Strabo; wieder in Stand setzen, heilen, Medic.; βλάβην, wieder gut machen, Geopon.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> enlever et transporter les bagages ; <i>particul.</i> enlever de la place publique la table d'un banquier failli;<br /><b>2</b> renverser, détruire, raser (une ville), dévaster;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀνασκευάζομαι;<br /><b>1</b> enlever ses meubles, ses bagages, <i>etc.</i> ; lever le camp, partir;<br /><b>2</b> reconstruire, restaurer pour soi.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[σκευάζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνασκευάζω''': ἀντίθ. τῷ [[κατασκευάζω]], [[συσκευάζω]], [[συνάγω]] καὶ δένω τὰς ἀποσκευὰς πρὸς ἀναχώρησιν, Λατ. vasa colligere, convasare, καὶ ἑπομ., [[μετακομίζω]], τὴν ἀγορὰν (τὰ ὤνια δηλ. ἢ τὰ ἐπιτήδεια) [[εἴσω]] ἀνεσκεύασαν, «τὰ ἐμάζευσαν καὶ τὰ ἐπῆγαν μέσα» Ξεν. Ἀν. 6. 2, 8, κτλ.: ― [[ἀπείργω]], [[κωλύω]], ἀπομακρύνω, ἀνεσκεύαζε τοὺς Ἀθηναίους τῆς θαλάσσης, ὡς κακῶς ἐν αὐτῇ ἀκούοντας Φιλόστρ. 505: ― συχν. ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, [[διαλύω]] τὸ [[στρατόπεδον]], [[ἀπέρχομαι]], Θουκ. 1. 18· εὐτάκτως κατεσκευάζετο καὶ [[πάλιν]] ἀνεσκευάζετο Ξεν. Κύρ. 8. 5, 2, κτλ. 2) ἀπογυμνῶ ἐντελῶς τόπον τινά, [[μετακομίζω]] πᾶν ὅ,τι εὕρω ἐν αὐτῷ, καὶ τὴν Λήκυθον καθελὼν καὶ ἀνασκευάσας [[τέμενος]] ἀνῇκεν ἅπαν Θουκ. 4. 116· καὶ κατὰ μέσ. διάθεσιν, ἀπογυμνῶ τὴν ἑμαυτοῦ οἰκίαν ἢ πόλιν, [[λαμβάνω]] μετ’ ἐμοῦ πᾶν ὅ,τι ἔχω, καὶ ἀνασκευασάμενοι ἐς τὰς [[ναῦς]] ἐσβάντες ναυτικοὶ ἐγένοντο ὁ αὐτ. 1. 18. 3) [[καταστρέφω]], ἐρημώνω, Ξεν. Κύρ. 6. 2. 25· ἀκυρῶ, ἀνασκευάζειν μέλλετε συνθήκας Πολύβ. 9. 31, 6. 4) παθ., ὡς τεχνικὸς ὅρος, [[πτωχεύω]], διαλύομαι, τῆς τραπέζης ἀνασκευασθείσης Δημ. 895. 5· ἀνασκευάζονται αἱ τράπεζαι, διαλύονται, Δημ. 1205. 2· οἱ ἀνεσκευασμένοι τῶν τραπεζιτῶν, οἱ πτωχεύσαντες, ὁ αὐτ. 1204. 26· οὕτω καὶ μεταφ., ἢ πάντ’ ἀνεσκευάσμεθ’, [[ὥσπερ]] αἱ τύχαι; ἢ εἴμεθα καθ’ ὅλα κατεστραμμένοι, ὡς αἱ περιουσίαι ἡμῶν, Εὐρ. Ἠλ. 602. 5) ἐπὶ τῶν διαλεκτικῶν, ὡς τὸ ἀναιρέω, [[ἀνατρέπω]], ἀναιρῶ τὰ ἐπιχειρήματα τοῦ ἀντιπάλου, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρ. 1. 26, 3, καὶ ἀλλ., κατασκευάζειν ἢ ἀν. ὁ αὐτ. Ρητ. 2. 24, 4. ΙΙ. ἀνοικοδομῶ, Στράβ. 738· [[ὡσαύτως]] κατὰ μέσ. τύπον, Πλούτ. 2. 578F.
|lstext='''ἀνασκευάζω''': ἀντίθ. τῷ [[κατασκευάζω]], [[συσκευάζω]], [[συνάγω]] καὶ δένω τὰς ἀποσκευὰς πρὸς ἀναχώρησιν, Λατ. vasa colligere, convasare, καὶ ἑπομ., [[μετακομίζω]], τὴν ἀγορὰν (τὰ ὤνια δηλ. ἢ τὰ ἐπιτήδεια) [[εἴσω]] ἀνεσκεύασαν, «τὰ ἐμάζευσαν καὶ τὰ ἐπῆγαν μέσα» Ξεν. Ἀν. 6. 2, 8, κτλ.: ― [[ἀπείργω]], [[κωλύω]], ἀπομακρύνω, ἀνεσκεύαζε τοὺς Ἀθηναίους τῆς θαλάσσης, ὡς κακῶς ἐν αὐτῇ ἀκούοντας Φιλόστρ. 505: ― συχν. ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, [[διαλύω]] τὸ [[στρατόπεδον]], [[ἀπέρχομαι]], Θουκ. 1. 18· εὐτάκτως κατεσκευάζετο καὶ [[πάλιν]] ἀνεσκευάζετο Ξεν. Κύρ. 8. 5, 2, κτλ. 2) ἀπογυμνῶ ἐντελῶς τόπον τινά, [[μετακομίζω]] πᾶν ὅ,τι εὕρω ἐν αὐτῷ, καὶ τὴν Λήκυθον καθελὼν καὶ ἀνασκευάσας [[τέμενος]] ἀνῇκεν ἅπαν Θουκ. 4. 116· καὶ κατὰ μέσ. διάθεσιν, ἀπογυμνῶ τὴν ἑμαυτοῦ οἰκίαν ἢ πόλιν, [[λαμβάνω]] μετ’ ἐμοῦ πᾶν ὅ,τι ἔχω, καὶ ἀνασκευασάμενοι ἐς τὰς [[ναῦς]] ἐσβάντες ναυτικοὶ ἐγένοντο ὁ αὐτ. 1. 18. 3) [[καταστρέφω]], ἐρημώνω, Ξεν. Κύρ. 6. 2. 25· ἀκυρῶ, ἀνασκευάζειν μέλλετε συνθήκας Πολύβ. 9. 31, 6. 4) παθ., ὡς τεχνικὸς ὅρος, [[πτωχεύω]], διαλύομαι, τῆς τραπέζης ἀνασκευασθείσης Δημ. 895. 5· ἀνασκευάζονται αἱ τράπεζαι, διαλύονται, Δημ. 1205. 2· οἱ ἀνεσκευασμένοι τῶν τραπεζιτῶν, οἱ πτωχεύσαντες, ὁ αὐτ. 1204. 26· οὕτω καὶ μεταφ., ἢ πάντ’ ἀνεσκευάσμεθ’, [[ὥσπερ]] αἱ τύχαι; ἢ εἴμεθα καθ’ ὅλα κατεστραμμένοι, ὡς αἱ περιουσίαι ἡμῶν, Εὐρ. Ἠλ. 602. 5) ἐπὶ τῶν διαλεκτικῶν, ὡς τὸ ἀναιρέω, [[ἀνατρέπω]], ἀναιρῶ τὰ ἐπιχειρήματα τοῦ ἀντιπάλου, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρ. 1. 26, 3, καὶ ἀλλ., κατασκευάζειν ἢ ἀν. ὁ αὐτ. Ρητ. 2. 24, 4. ΙΙ. ἀνοικοδομῶ, Στράβ. 738· [[ὡσαύτως]] κατὰ μέσ. τύπον, Πλούτ. 2. 578F.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> enlever et transporter les bagages ; <i>particul.</i> enlever de la place publique la table d'un banquier failli;<br /><b>2</b> renverser, détruire, raser (une ville), dévaster;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀνασκευάζομαι;<br /><b>1</b> enlever ses meubles, ses bagages, <i>etc.</i> ; lever le camp, partir;<br /><b>2</b> reconstruire, restaurer pour soi.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[σκευάζω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR