ἀναχωρέω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0215.png Seite 215]] 1) zurückweichen, -treten, Hom., auch mit ἄψ, Il. 10, 210 Od. 17, 461; μεγάροιο [[μυχόνδε]], in den Winkel des Saales, Od. 22, 270; mit dem bloßen gen., von Einem, Pallad. 14 (IX, 378). Oft in Prosa, εἰς τοὐπίσω, Lys. 14, 6, wie Plat. Menex. 246 b; εἰς τοὔπισθεν, Ar. Pl. 1208; παρ' Ἀθηναίους Thuc. 1, 2; εἰς Αἴγυπτον Matth. 2, 14; ὑπό τινος, sich von Einem durch ihn genöthigt zurückziehen, Her. 5, 61; ἐπί πόδα, Xen. An. 5, 2, 32, wie ἐπὶ [[σκέλος]], B. A. 14 τὸ μὴ στρέψαντα τὰ νῶτα ἀλλ' ἀντιπρόσωπον τῶν ἀντιπάλων φεύγειν καὶ ὑποχωρεῖν εἰς τοὐπίσω; – [[πάλιν]] ἀναχ., zurückkehren, Plat. Tim. 48 a; abtreten, auf die Seite gehen, Conv. 170 a; vgl. Rep. VII, 528 d; vom Abgehen aus der Provinz, Pol. 1, 17. – 2) wie redire, auf einen andern berechtigten Besitzer übergchen, ἡ [[βασιληΐη]] ἀνεχώρει εἰς τὸν παῖδα, das Reich fiel an den Sohn, Her. 7, 4; ähnl. ἡ ποινὴ ἐς ἡμᾶς ἀναχωρεῖ Antiph. II a 3. – 3) von einem Amte abgehen, sich von den Staatsgeschäften zurückziehen, Cic. Att. 9, 4; ἐκ τῶν πραγμάτων Pol. 29, 10 u. Sp. – Auch von leblosen Dingen, [[τόπος]] ἀνακεχωρηκώς, ein abgelegener Ort, Theophr.; Herodian. 1, 12; [[πολισμάτιον]] ανακ. ἀπὸ τῆς θαλάσσης Pol. 2, 11; [[ῥῆμα]] ἀνακεχωρηκός, ein veralteter Ausdruck, D. Hal.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0215.png Seite 215]] 1) zurückweichen, -treten, Hom., auch mit ἄψ, Il. 10, 210 Od. 17, 461; μεγάροιο [[μυχόνδε]], in den Winkel des Saales, Od. 22, 270; mit dem bloßen gen., von Einem, Pallad. 14 (IX, 378). Oft in Prosa, εἰς τοὐπίσω, Lys. 14, 6, wie Plat. Menex. 246 b; εἰς τοὔπισθεν, Ar. Pl. 1208; παρ' Ἀθηναίους Thuc. 1, 2; εἰς Αἴγυπτον Matth. 2, 14; ὑπό τινος, sich von Einem durch ihn genöthigt zurückziehen, Her. 5, 61; ἐπί πόδα, Xen. An. 5, 2, 32, wie ἐπὶ [[σκέλος]], B. A. 14 τὸ μὴ στρέψαντα τὰ νῶτα ἀλλ' ἀντιπρόσωπον τῶν ἀντιπάλων φεύγειν καὶ ὑποχωρεῖν εἰς τοὐπίσω; – [[πάλιν]] ἀναχ., zurückkehren, Plat. Tim. 48 a; abtreten, auf die Seite gehen, Conv. 170 a; vgl. Rep. VII, 528 d; vom Abgehen aus der Provinz, Pol. 1, 17. – 2) wie redire, auf einen andern berechtigten Besitzer übergchen, ἡ [[βασιληΐη]] ἀνεχώρει εἰς τὸν παῖδα, das Reich fiel an den Sohn, Her. 7, 4; ähnl. ἡ ποινὴ ἐς ἡμᾶς ἀναχωρεῖ Antiph. II a 3. – 3) von einem Amte abgehen, sich von den Staatsgeschäften zurückziehen, Cic. Att. 9, 4; ἐκ τῶν πραγμάτων Pol. 29, 10 u. Sp. – Auch von leblosen Dingen, [[τόπος]] ἀνακεχωρηκώς, ein abgelegener Ort, Theophr.; Herodian. 1, 12; [[πολισμάτιον]] ανακ. ἀπὸ τῆς θαλάσσης Pol. 2, 11; [[ῥῆμα]] ἀνακεχωρηκός, ein veralteter Ausdruck, D. Hal.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> retourner sur ses pas : ἐπ’ [[οἴκοι]] THC revenir chez soi;<br /><b>2</b> reculer (devant l'ennemi);<br /><b>3</b> se retirer, s'éloigner de, gén. ; [[ὑπό]] τινος HDT être forcé par qqn de se retirer ; <i>fig.</i> ἔκ τινος s'abstenir de qch;<br /><b>4</b> passer par succession à, revenir à : ἡ [[βασιληΐη]] ἀνεχώρεε [[ἐς]] τὸν παῖδα HDT la royauté revenait à son fils.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[χωρέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναχωρέω''': [[ὑπάγω]] [[ὀπίσω]], [[ὑποστρέφω]], πόλιν δὲ ἄψ ἀναχωρήσουσιν Ἰλ. Κ. 210. πρβλ. Ὀδ. Ρ. 461. 2) ἐν τῇ Ἰλ. κατὰ τὸ πλεῖστον, ὑποχωρῶ ἢ ἀποχωρῶ ἀπὸ τῆς μάχης, [[ἀλλά]] σ’ ἐγώ γε ἀναχωρήσαντα [[κελεύω]] ἐς πληθὺν ἰέναι Ἰλ. Ρ. 30· τόφρ’ ἀναχωρείτω Λ. 189, πρβλ. Δ. 305, Υ. 335, κτλ.: - [[ὡσαύτως]] παρὰ πεζοῖς, [[ὀπίσω]] ἀν. Ἡρόδ. 4. 183., 5. 94, κτλ., εἰς [[τοὐπίσω]] Λυσ. 140. 6· ἐς [[τοὔπισθεν]] Ἀριστοφ. Πλ. 1208· ἀνακεχωρήκεσαν, εἶχον ἀποχωρήσῃ ἢ ὑποστρέψῃ, Θουκ. 8. 15· ἀν φυγῇ Πλάτ. Συμπ. 221Α. 3) ἀποχωρῶ ἀπό τινος, μετὰ γεν. τόπου, ἀνεχώρησαν μεγάροιο Ὀδ. Χ. 270· καὶ παρὰ πεζοῖς μετὰ πασῶν τῶν προθέσεων ὅσαι σημαίνουσι κίνησιν εἰς τόπον ἢ ἀπὸ τόπου, ἐς τὴν ἀκρόπολιν Ἡρόδ. 3. 143· ἐπ’ οἴκου Θουκ. 1. 30· ὑπὸ τὸ [[τεῖχος]] Ξεν., κτλ., ὑπὸ Βοιωτῶν ἀν. εἰς Ἀθήνας, ἠναγκάσθησαν ὑπὸ Β. ἀποχωρῆσαι εἰς Ἀθήνας, Ἡρόδ. 5. 61. ΙΙ. [[ἐπανέρχομαι]] εἰς τὸν νόμιμον κτήτορα, ἡ [[βασιληΐη]] ἀνεχώρεε ἐς τὸν παῖδα ὁ αὐτ. 7. 4· [[οὕτως]], ἡ ποινὴ ἀν. εἰς ὑμᾶς Ἀντιφῶν 115. 13: πρβλ. [[ἀναβαίνω]] ΙΙΙ. 2. ΙΙΙ. ὑποχωρῶ, [[ἀπέρχομαι]], ἀποσύρομαι, ἔκ τινος Πλάτ. Φαίδων 83Α· ἀν. ἐκ τῶν πραγμάτων, ἀποχωρῶ ἐκ τοῦ δημοσίου βίου, ἐκ τοῦ κόσμου, Πολύβ. 29. 10, 5· πρβλ. Κικ. π. Ἀττ. 9. 4: - ἀπολ., ἀποσύρομαι, παραιτοῦμαι, Ἀριστοφ. Ὄρν. 524. Πλάτ. Συμπ. 175Α· ἀνακεχωρηκυῖα [[χώρα]], [[μέρος]] ἀποκεχωρισμένον ἀπὸ τοῦ κόσμου, παράμερον, «μοναχικόν», Λατ. locus in recessu, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 9. 7, 4· [[πολισμάτιον]] .. ἀνακεχωρηκὸς μὲν ἀπὸ θαλάσσης, μεμακρυσμένον, Πολύβ. 2. 11, 16· εἴ που τι ἀνακεχωρηκὸς [[ὄνομα]] ἢ [[ῥῆμα]] εὕρηται, τοῦτο θηρῶντες, ἀπηρχαιωμένον [[ὄνομα]] ἢ [[ῥῆμα]], Διον. Ἁλ. Ρητορ. [[τέχνη]] 10. 7.
|lstext='''ἀναχωρέω''': [[ὑπάγω]] [[ὀπίσω]], [[ὑποστρέφω]], πόλιν δὲ ἄψ ἀναχωρήσουσιν Ἰλ. Κ. 210. πρβλ. Ὀδ. Ρ. 461. 2) ἐν τῇ Ἰλ. κατὰ τὸ πλεῖστον, ὑποχωρῶ ἢ ἀποχωρῶ ἀπὸ τῆς μάχης, [[ἀλλά]] σ’ ἐγώ γε ἀναχωρήσαντα [[κελεύω]] ἐς πληθὺν ἰέναι Ἰλ. Ρ. 30· τόφρ’ ἀναχωρείτω Λ. 189, πρβλ. Δ. 305, Υ. 335, κτλ.: - [[ὡσαύτως]] παρὰ πεζοῖς, [[ὀπίσω]] ἀν. Ἡρόδ. 4. 183., 5. 94, κτλ., εἰς [[τοὐπίσω]] Λυσ. 140. 6· ἐς [[τοὔπισθεν]] Ἀριστοφ. Πλ. 1208· ἀνακεχωρήκεσαν, εἶχον ἀποχωρήσῃ ἢ ὑποστρέψῃ, Θουκ. 8. 15· ἀν φυγῇ Πλάτ. Συμπ. 221Α. 3) ἀποχωρῶ ἀπό τινος, μετὰ γεν. τόπου, ἀνεχώρησαν μεγάροιο Ὀδ. Χ. 270· καὶ παρὰ πεζοῖς μετὰ πασῶν τῶν προθέσεων ὅσαι σημαίνουσι κίνησιν εἰς τόπον ἢ ἀπὸ τόπου, ἐς τὴν ἀκρόπολιν Ἡρόδ. 3. 143· ἐπ’ οἴκου Θουκ. 1. 30· ὑπὸ τὸ [[τεῖχος]] Ξεν., κτλ., ὑπὸ Βοιωτῶν ἀν. εἰς Ἀθήνας, ἠναγκάσθησαν ὑπὸ Β. ἀποχωρῆσαι εἰς Ἀθήνας, Ἡρόδ. 5. 61. ΙΙ. [[ἐπανέρχομαι]] εἰς τὸν νόμιμον κτήτορα, ἡ [[βασιληΐη]] ἀνεχώρεε ἐς τὸν παῖδα ὁ αὐτ. 7. 4· [[οὕτως]], ἡ ποινὴ ἀν. εἰς ὑμᾶς Ἀντιφῶν 115. 13: πρβλ. [[ἀναβαίνω]] ΙΙΙ. 2. ΙΙΙ. ὑποχωρῶ, [[ἀπέρχομαι]], ἀποσύρομαι, ἔκ τινος Πλάτ. Φαίδων 83Α· ἀν. ἐκ τῶν πραγμάτων, ἀποχωρῶ ἐκ τοῦ δημοσίου βίου, ἐκ τοῦ κόσμου, Πολύβ. 29. 10, 5· πρβλ. Κικ. π. Ἀττ. 9. 4: - ἀπολ., ἀποσύρομαι, παραιτοῦμαι, Ἀριστοφ. Ὄρν. 524. Πλάτ. Συμπ. 175Α· ἀνακεχωρηκυῖα [[χώρα]], [[μέρος]] ἀποκεχωρισμένον ἀπὸ τοῦ κόσμου, παράμερον, «μοναχικόν», Λατ. locus in recessu, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 9. 7, 4· [[πολισμάτιον]] .. ἀνακεχωρηκὸς μὲν ἀπὸ θαλάσσης, μεμακρυσμένον, Πολύβ. 2. 11, 16· εἴ που τι ἀνακεχωρηκὸς [[ὄνομα]] ἢ [[ῥῆμα]] εὕρηται, τοῦτο θηρῶντες, ἀπηρχαιωμένον [[ὄνομα]] ἢ [[ῥῆμα]], Διον. Ἁλ. Ρητορ. [[τέχνη]] 10. 7.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> retourner sur ses pas : ἐπ’ [[οἴκοι]] THC revenir chez soi;<br /><b>2</b> reculer (devant l'ennemi);<br /><b>3</b> se retirer, s'éloigner de, gén. ; [[ὑπό]] τινος HDT être forcé par qqn de se retirer ; <i>fig.</i> ἔκ τινος s'abstenir de qch;<br /><b>4</b> passer par succession à, revenir à : ἡ [[βασιληΐη]] ἀνεχώρεε [[ἐς]] τὸν παῖδα HDT la royauté revenait à son fils.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[χωρέω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth