ἀνθαιρέομαι: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0230.png Seite 230]] (s. [[αἱρέω]]), 1) etwas anstatt eines andern wählen, τί τινος, eines dem andern vorziehen, τὸ δ' εὐσεβὲς τῆς δυσσεβείας ἀνθελοῦ Eur. Cycl. 310; von eigentlicher Wahl in eines andern Stelle, Plat. Legg. VII, 731 a; Xen. Hell. 6, 2, 13. – 2) τινί τι, Jemandem etwas streitig machen, στέφανον, Eur. Hec. 654.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0230.png Seite 230]] (s. [[αἱρέω]]), 1) etwas anstatt eines andern wählen, τί τινος, eines dem andern vorziehen, τὸ δ' εὐσεβὲς τῆς δυσσεβείας ἀνθελοῦ Eur. Cycl. 310; von eigentlicher Wahl in eines andern Stelle, Plat. Legg. VII, 731 a; Xen. Hell. 6, 2, 13. – 2) τινί τι, Jemandem etwas streitig machen, στέφανον, Eur. Hec. 654.
}}
{{bailly
|btext=-οῦμαι;<br /><i>f.</i> ἀναιρήσομαι, <i>ao.2</i> [[ἀνθειλόμην]];<br /><b>1</b> choisir à la place <i>ou</i> de préférence;<br /><b>2</b> disputer, tâcher d'enlever : τινί [[τι]] EUR qch à qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[αἱρέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνθαιρέομαι''': μέλλ. -ήσομαι: ἀποθ.: ― [[ἐκλέγω]] πρόσωπόν τι ἢ [[πρᾶγμα]] ἀντὶ ἑτέρου, τὸ δ’ εὐσεβὲς τῆς δυσσεβείας ἀνθελοῦ Εὐρ. Κύκλ. 311· ἄλλους ἀνθ. ἀντὶ τούτων Συλλ. Ἐπιγρ. 2715. 11· στρατηγοὺς ἔπαυσαν... καὶ ἄλλους ἀνθείλοντο Θουκ. 6. 103, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 13, Πλάτ. Νομ. 765D· τὰν εὔδοξον ἀνθαιρουμένα φάμαν, προτιμῶσα, Εὐρ. Ἱππ. 773. ― «ἀνθείλαντο, προέκριναν, ἐπελάβοντο» Ἡσύχ. ΙΙ. διαφιλονεικῶ, [[ἐγείρω]] ἀξιώσεις ἐπί τινος πράγματος, οὐδεὶς στέφανον ἀνθαιρήσεται Εὐρ. Ἐκ. 660.
|lstext='''ἀνθαιρέομαι''': μέλλ. -ήσομαι: ἀποθ.: ― [[ἐκλέγω]] πρόσωπόν τι ἢ [[πρᾶγμα]] ἀντὶ ἑτέρου, τὸ δ’ εὐσεβὲς τῆς δυσσεβείας ἀνθελοῦ Εὐρ. Κύκλ. 311· ἄλλους ἀνθ. ἀντὶ τούτων Συλλ. Ἐπιγρ. 2715. 11· στρατηγοὺς ἔπαυσαν... καὶ ἄλλους ἀνθείλοντο Θουκ. 6. 103, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 13, Πλάτ. Νομ. 765D· τὰν εὔδοξον ἀνθαιρουμένα φάμαν, προτιμῶσα, Εὐρ. Ἱππ. 773. ― «ἀνθείλαντο, προέκριναν, ἐπελάβοντο» Ἡσύχ. ΙΙ. διαφιλονεικῶ, [[ἐγείρω]] ἀξιώσεις ἐπί τινος πράγματος, οὐδεὶς στέφανον ἀνθαιρήσεται Εὐρ. Ἐκ. 660.
}}
{{bailly
|btext=-οῦμαι;<br /><i>f.</i> ἀναιρήσομαι, <i>ao.2</i> [[ἀνθειλόμην]];<br /><b>1</b> choisir à la place <i>ou</i> de préférence;<br /><b>2</b> disputer, tâcher d'enlever : τινί [[τι]] EUR qch à qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[αἱρέω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm