ἀνδράποδον: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0216.png Seite 216]] τό (vom Fuß, den der Herr auf den Sklaven setzt, um seine Herrschaft zu zeigen; weniger wahrscheinlich von ἀποδόσθαι, verkaufen), der<b class="b2"> Sklave,</b> bes. die durch Kriegsgefangenschaft in Sklavereigerathenen, αἰχμάλωτα Xen. An. 4, 1, 12; δοῦλα Hell. 1, 6, 15; Thuc. 8, 28 καὶ δοῦλα καὶ ἐλεύθερα. Dann nimmt es den Nebenbegriff des Verächtlichen an, dem [[ἀνήρ]] entgeggstzt, Plat. Gorg. 483 b; vgl. Theag. 150 b; Xen. Mem. 4, 2, 39. – Hom. hat das Wort nur Iliad. 7, 475 [[ἔνθεν]] οἰνίζοντο Ἀχαιοί, ἄλλοι χαλκῷ, ἄλλοι σιδήρῳ, ἄλλοι ῥινοῖς, ἄλλοι βόεσσιν, ἄλλοι δ' [[ἀνδραπόδεσσι]]; statt der metaplastischen Form [[ἀνδραπόδεσσι]] las Aristarch, nach Scholl. Didym., ἀνδραπόδοισι, verwarf aber den Vers als unächt, Scholl. Aristonic. ἀθετεῖται, ὅτι νεωτερικὴ [[ὀνομασία]] τοῦ [[ἀνδράποδον]]· οὐδὲ γὰρ παρὰ τοῖς ἐπιβεβληκόσιν Ὁμήρῳ νοεῖται (Friedl. κεῖται). λυπεῖ δὲ καὶ τὸ ἄλλοι πλεονάζον, vgl. Eustath. 692, 21.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0216.png Seite 216]] τό (vom Fuß, den der Herr auf den Sklaven setzt, um seine Herrschaft zu zeigen; weniger wahrscheinlich von ἀποδόσθαι, verkaufen), der<b class="b2"> Sklave,</b> bes. die durch Kriegsgefangenschaft in Sklavereigerathenen, αἰχμάλωτα Xen. An. 4, 1, 12; δοῦλα Hell. 1, 6, 15; Thuc. 8, 28 καὶ δοῦλα καὶ ἐλεύθερα. Dann nimmt es den Nebenbegriff des Verächtlichen an, dem [[ἀνήρ]] entgeggstzt, Plat. Gorg. 483 b; vgl. Theag. 150 b; Xen. Mem. 4, 2, 39. – Hom. hat das Wort nur Iliad. 7, 475 [[ἔνθεν]] οἰνίζοντο Ἀχαιοί, ἄλλοι χαλκῷ, ἄλλοι σιδήρῳ, ἄλλοι ῥινοῖς, ἄλλοι βόεσσιν, ἄλλοι δ' [[ἀνδραπόδεσσι]]; statt der metaplastischen Form [[ἀνδραπόδεσσι]] las Aristarch, nach Scholl. Didym., ἀνδραπόδοισι, verwarf aber den Vers als unächt, Scholl. Aristonic. ἀθετεῖται, ὅτι νεωτερικὴ [[ὀνομασία]] τοῦ [[ἀνδράποδον]]· οὐδὲ γὰρ παρὰ τοῖς ἐπιβεβληκόσιν Ὁμήρῳ νοεῖται (Friedl. κεῖται). λυπεῖ δὲ καὶ τὸ ἄλλοι πλεονάζον, vgl. Eustath. 692, 21.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> prisonnier de guerre réduit en esclavage;<br /><b>2</b> esclave <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' [[ἀνήρ]], [[πέδον]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνδράποδον''': [δρᾰ], τό, [[λέξις]] τῶν πεζογράφων, ὁ αἰχμαλωτισθεὶς ἐν πολέμῳ καὶ πωληθεὶς ὡς [[δοῦλος]], [[εἴτε]] ἦτο ἐξ ἀρχῆς [[δοῦλος]] [[εἴτε]] μή· [[αἰχμάλωτος]], πρῶτον παρ’ Ἡρόδ, 3. 125, 129., 5. 31, καὶ συχν. ἐν τῷ πεζῷ Ἀττ. λόγῳ: - ἡ ἐξ ἀρχῆς [[διάκρισις]] μεταξὺ ἀνδραπόδου καὶ δούλου [[εἶναι]] [[σαφής]], ὅσοι δὲ ἦσαν ξεῖνοί τε καὶ δοῦλοι ..., ἐν ἀνδραπόδων λόγῳ ποιεύμενος εἶχε Ἡρόδ. 3. 125· τὰ ἀνδρ. πάντα, καὶ δοῦλα καὶ ἐλεύθερα Θουκ. 8. 28· τὰ ἀνδρ. τὰ δοῦλα πάντα ἀπέδοτο Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 15. ΙΙ. κατήντησεν [[ὅμως]] νὰ σημαίνῃ [[ἁπλῶς]] τὸν δοῦλον, τὸν δουλικόν, ἢ τὸν δουλοπρεπῆ, Πλάτ. Γοργ. 483B, Θεάγ. 130B, Ξεν. Ἀπομ. 4. 2, 39, πρβλ. [[ἀνδραποδώδης]]. - Ἡ [[λέξις]] εὕρηται ἐν στίχῳ τινὶ τοῦ Ὁμήρου, Ἰλ. Η. 475, ἐν τῇ Ἐπ. δοτ. πληθ. ἀνδραπόδεσσι (ὡς εἰ ἐξ ὀνομαστ. ἀνδράπους) [[ἔνθα]] ὁ Ἀρίσταρχος προέτεινε τὴν γραφὴν ἀνδραπόδοισι· ἀλλ’ [[εἶναι]] σχεδὸν βέβαιον ὅτι ἡ [[λέξις]] ἦτο μεθομηρικὴ καὶ διὰ τὸν λόγον τοῦτον ὁ [[στίχος]] ὠβελίσθη ὑπὸ Ζηνοδότου καὶ Ἀριστοφάνους. (Ὁ [[τύπος]] ἀνδραπόδεσσι ὑποδεικνύει παραγωγὴν ἐκ τοῦ ἀνδρὸς καὶ [[πούς]], ἀλλὰ τό γε νῦν ἔχον οὐδὲν σαφὲς γινώσκομεν περὶ τῆς ἐτυμολογίας [[αὐτοῦ]]).
|lstext='''ἀνδράποδον''': [δρᾰ], τό, [[λέξις]] τῶν πεζογράφων, ὁ αἰχμαλωτισθεὶς ἐν πολέμῳ καὶ πωληθεὶς ὡς [[δοῦλος]], [[εἴτε]] ἦτο ἐξ ἀρχῆς [[δοῦλος]] [[εἴτε]] μή· [[αἰχμάλωτος]], πρῶτον παρ’ Ἡρόδ, 3. 125, 129., 5. 31, καὶ συχν. ἐν τῷ πεζῷ Ἀττ. λόγῳ: - ἡ ἐξ ἀρχῆς [[διάκρισις]] μεταξὺ ἀνδραπόδου καὶ δούλου [[εἶναι]] [[σαφής]], ὅσοι δὲ ἦσαν ξεῖνοί τε καὶ δοῦλοι ..., ἐν ἀνδραπόδων λόγῳ ποιεύμενος εἶχε Ἡρόδ. 3. 125· τὰ ἀνδρ. πάντα, καὶ δοῦλα καὶ ἐλεύθερα Θουκ. 8. 28· τὰ ἀνδρ. τὰ δοῦλα πάντα ἀπέδοτο Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 15. ΙΙ. κατήντησεν [[ὅμως]] νὰ σημαίνῃ [[ἁπλῶς]] τὸν δοῦλον, τὸν δουλικόν, ἢ τὸν δουλοπρεπῆ, Πλάτ. Γοργ. 483B, Θεάγ. 130B, Ξεν. Ἀπομ. 4. 2, 39, πρβλ. [[ἀνδραποδώδης]]. - Ἡ [[λέξις]] εὕρηται ἐν στίχῳ τινὶ τοῦ Ὁμήρου, Ἰλ. Η. 475, ἐν τῇ Ἐπ. δοτ. πληθ. ἀνδραπόδεσσι (ὡς εἰ ἐξ ὀνομαστ. ἀνδράπους) [[ἔνθα]] ὁ Ἀρίσταρχος προέτεινε τὴν γραφὴν ἀνδραπόδοισι· ἀλλ’ [[εἶναι]] σχεδὸν βέβαιον ὅτι ἡ [[λέξις]] ἦτο μεθομηρικὴ καὶ διὰ τὸν λόγον τοῦτον ὁ [[στίχος]] ὠβελίσθη ὑπὸ Ζηνοδότου καὶ Ἀριστοφάνους. (Ὁ [[τύπος]] ἀνδραπόδεσσι ὑποδεικνύει παραγωγὴν ἐκ τοῦ ἀνδρὸς καὶ [[πούς]], ἀλλὰ τό γε νῦν ἔχον οὐδὲν σαφὲς γινώσκομεν περὶ τῆς ἐτυμολογίας [[αὐτοῦ]]).
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> prisonnier de guerre réduit en esclavage;<br /><b>2</b> esclave <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' [[ἀνήρ]], [[πέδον]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth