ἀνώδυνος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0268.png Seite 268]] (ὀδυνή), schmerzlos, keine Schmerzen habend, Soph. Phil. 883; τὸ ἀνώδυνον, Unempfindlichkeit gegen Schmerzen, Plut. cons. ad Apoll. p. 318; keine Schmerzen verursachend, φάρμακα Medic.; Plut. Ant. 71; Schmerz stillend, Symp. 1, 1, 4; adv. ἀνωδύνως Cic. 2 τεχθῆναι, wo man ἀνωδίνως hat lesen wollen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0268.png Seite 268]] (ὀδυνή), schmerzlos, keine Schmerzen habend, Soph. Phil. 883; τὸ ἀνώδυνον, Unempfindlichkeit gegen Schmerzen, Plut. cons. ad Apoll. p. 318; keine Schmerzen verursachend, φάρμακα Medic.; Plut. Ant. 71; Schmerz stillend, Symp. 1, 1, 4; adv. ἀνωδύνως Cic. 2 τεχθῆναι, wo man ἀνωδίνως hat lesen wollen.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> exempt de douleur;<br /><b>II. 1</b> qui ne cause aucune douleur;<br /><b>2</b> qui calme la douleur.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ὀδύνη]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνώδῠνος''': -ον, ([[ὀδύνη]]) ὁ μὴ προξενῶν ὀδύνην, οἰδήματα Ἱππ. Προγν. 38· ἐπὶ προσώπων, ὁ μὴ ἔχων ὀδύνην, ὁ μὴ ὑποφέρων ἐξ ἄλγους, ἀλλ’ [[ἥδομαι]] μὲν σ’ εἰσιδὼν παρ’ ἐλπίδα ἀνώδυνον Σοφ. Φ. 883· τὸ ἀνώδυνον = [[ἀνωδυνία]] Πλούτ. 2 102D: - Ἐπίρρ. ἀνωδύνως, τίκτεσθαι Ἱππ. Κωακ. Προγν. 205· ἀνωδυνώτατα ὁ αὐτ. π. Διαίτ. Ὀξ. 384. 3. 2) ὁ μὴ βλάπτων, [[ἀβλαβής]], τὸ μὴ φρονεῖν γὰρ καρτ’ ἀνώδυνον κακὸν Σοφ. Αἴ. 554 (πιθανῶς [[νόθος]] [[στίχος]]· ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπω)· [[ἁμάρτημα]] ἢ [[αἶσχος]] ἀνώδυνον, [[ὁρισμός]] τῆς λ. γελοῖον Ἀριστ. Ποιητ. 5.2. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ καταπαύων, πραΰνων τὴν ὀδύνην, Ἱππ. Ἀφ. 1253· [[φάρμακον]] ἀνώδυνον Πλούτ. 2. 614C: - Τὸ ἐπιτύμβ. [[ἐπίγραμμα]] ἰατροῦ ἐν Ἀνθ. Π. παραρτ. 57, συνδυάζει ἀμφοτέρας τὰς σημασίας, πολλοὺς δὲ σώσας φαρμάκοις ἀνωδύνοις, ἀνώδυνον τὸ [[σῶμα]] νῦν ἔχει θανών.
|lstext='''ἀνώδῠνος''': -ον, ([[ὀδύνη]]) ὁ μὴ προξενῶν ὀδύνην, οἰδήματα Ἱππ. Προγν. 38· ἐπὶ προσώπων, ὁ μὴ ἔχων ὀδύνην, ὁ μὴ ὑποφέρων ἐξ ἄλγους, ἀλλ’ [[ἥδομαι]] μὲν σ’ εἰσιδὼν παρ’ ἐλπίδα ἀνώδυνον Σοφ. Φ. 883· τὸ ἀνώδυνον = [[ἀνωδυνία]] Πλούτ. 2 102D: - Ἐπίρρ. ἀνωδύνως, τίκτεσθαι Ἱππ. Κωακ. Προγν. 205· ἀνωδυνώτατα ὁ αὐτ. π. Διαίτ. Ὀξ. 384. 3. 2) ὁ μὴ βλάπτων, [[ἀβλαβής]], τὸ μὴ φρονεῖν γὰρ καρτ’ ἀνώδυνον κακὸν Σοφ. Αἴ. 554 (πιθανῶς [[νόθος]] [[στίχος]]· ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπω)· [[ἁμάρτημα]] ἢ [[αἶσχος]] ἀνώδυνον, [[ὁρισμός]] τῆς λ. γελοῖον Ἀριστ. Ποιητ. 5.2. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ καταπαύων, πραΰνων τὴν ὀδύνην, Ἱππ. Ἀφ. 1253· [[φάρμακον]] ἀνώδυνον Πλούτ. 2. 614C: - Τὸ ἐπιτύμβ. [[ἐπίγραμμα]] ἰατροῦ ἐν Ἀνθ. Π. παραρτ. 57, συνδυάζει ἀμφοτέρας τὰς σημασίας, πολλοὺς δὲ σώσας φαρμάκοις ἀνωδύνοις, ἀνώδυνον τὸ [[σῶμα]] νῦν ἔχει θανών.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> exempt de douleur;<br /><b>II. 1</b> qui ne cause aucune douleur;<br /><b>2</b> qui calme la douleur.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ὀδύνη]].
}}
}}
{{grml
{{grml