ἀπολαγχάνω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0310.png Seite 310]] (s. [[λαγχάνω]]), 1) durchs Loos von etwas bekommen, τῶν κτημάτων τὸ [[μέρος]] Her. 4. 114. 115; vgl. 7, 23; übh. erhalten, bekommen, Eur. Herc. fur. 330. – 2) nicht durchs Loos erhalten, wie ἀπο. [[τυγχάνω]], Eur. Ion. 621; Plut. Cat. min. 6; ἐβουλόμην ἂν μὴ ἀπολαχεῖν αὐτὸν κριτήν Lys. 4, 3, daß er durchs Loos zum Richter bestimmt wäre.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0310.png Seite 310]] (s. [[λαγχάνω]]), 1) durchs Loos von etwas bekommen, τῶν κτημάτων τὸ [[μέρος]] Her. 4. 114. 115; vgl. 7, 23; übh. erhalten, bekommen, Eur. Herc. fur. 330. – 2) nicht durchs Loos erhalten, wie ἀπο. [[τυγχάνω]], Eur. Ion. 621; Plut. Cat. min. 6; ἐβουλόμην ἂν μὴ ἀπολαχεῖν αὐτὸν κριτήν Lys. 4, 3, daß er durchs Loos zum Richter bestimmt wäre.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> [[ἀπολήξομαι]], <i>ao.2</i> [[ἀπέλαχον]];<br /><b>1</b> obtenir par le sort une part de, acc.;<br /><b>2</b> ne pas obtenir du sort.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[λαγχάνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπολαγχάνω''': μέλλ. -λήξομαι: ― [[λαμβάνω]] ὡς [[μερίδιον]], [[λαμβάνω]] [[μερίδιον]] διὰ κληρώσεως, ἀπολαχόντες τῶν κτημάτων τὸ [[ἐπιβάλλον]] Ἡρόδ. 4. 115· τὸ [[μέρος]] 114· ἀπολαχόντες τὴν Ταναγρικὴν μοῖραν ὁ αὐτ. 5. 57, πρβλ. 4. 145· [[μόριον]] ὅσον αὐτοῖσι ἐπέβαλλε ὁ αὐτ. 7. 23· ὡς… ταῦτά γ’ ἀπολάχωσ’ οἴκων πατρὸς Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 331. 2) [[λαγχάνω]], «ἀπολαχεῖν, ἀντὶ τοῦ ἁπλοῦ λαχεῖν», Ἀντιφῶν ἐν τῷ κατὰ Φιλίνου, κτλ., Ἁρποκρ., ἴδε [[λαγχάνω]] Ι. 2. ΙΙ. [[ἀποτυγχάνω]] ἐν τῇ κληρώσει, Λυσ. 101, 3, Πλούτ. Κάτων Νεώτ. 6., 2.102Ε: [[καθόλου]], χάνω πᾶν ὅ,τι ἔχω, [[μένω]] ἔρημος πάντων, Εὐρ. Ἴων 609.
|lstext='''ἀπολαγχάνω''': μέλλ. -λήξομαι: ― [[λαμβάνω]] ὡς [[μερίδιον]], [[λαμβάνω]] [[μερίδιον]] διὰ κληρώσεως, ἀπολαχόντες τῶν κτημάτων τὸ [[ἐπιβάλλον]] Ἡρόδ. 4. 115· τὸ [[μέρος]] 114· ἀπολαχόντες τὴν Ταναγρικὴν μοῖραν ὁ αὐτ. 5. 57, πρβλ. 4. 145· [[μόριον]] ὅσον αὐτοῖσι ἐπέβαλλε ὁ αὐτ. 7. 23· ὡς… ταῦτά γ’ ἀπολάχωσ’ οἴκων πατρὸς Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 331. 2) [[λαγχάνω]], «ἀπολαχεῖν, ἀντὶ τοῦ ἁπλοῦ λαχεῖν», Ἀντιφῶν ἐν τῷ κατὰ Φιλίνου, κτλ., Ἁρποκρ., ἴδε [[λαγχάνω]] Ι. 2. ΙΙ. [[ἀποτυγχάνω]] ἐν τῇ κληρώσει, Λυσ. 101, 3, Πλούτ. Κάτων Νεώτ. 6., 2.102Ε: [[καθόλου]], χάνω πᾶν ὅ,τι ἔχω, [[μένω]] ἔρημος πάντων, Εὐρ. Ἴων 609.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> [[ἀπολήξομαι]], <i>ao.2</i> [[ἀπέλαχον]];<br /><b>1</b> obtenir par le sort une part de, acc.;<br /><b>2</b> ne pas obtenir du sort.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[λαγχάνω]].
}}
}}
{{grml
{{grml