ἀποκρούω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0309.png Seite 309]] (s. [[κρούω]]), zurückstoßen, -schlagen, bes. pass., [[ἀμφοτέρωθεν]] ἀπεκρούσθη Thuc. 4, 107; τινά τινος, von Soldaten, Xen. Hell. 5, 3, 22; ἀπεκρούσθη τῆς ἐμβολῆς 6, 4, 4; ἀπό τινος ἀποκεκρουμένος 7, 4, 26; τῶν ἵππων ἀποκρούεσθαι, von den Pferden abgeworfen werden, Hipparch. 3, 14; τῆς μηχανῆς ἀπεκρούσθησαν, ihre List wurde vereitelt, Pol. 22, 11; vgl. Plut. Cleom. 37; – κοτυλίσκιον τὸ [[χεῖλος]] ἀποκεκρουσμένον ([[varia lectio|v.l.]] ἀποκεκρουμένον, wie auch B. A. 429 citirt ist) Ar. Ach. 435, mit abgebrochenem Rande, Schol. ἀποκεκλασμένον. – Med., von sich zurückschlagen, abwehren, Her. 4, 200. 8, 61 Thuc. 2, 4 Xen. u. Sp., die wie im activ. τινά τινος ver binden.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0309.png Seite 309]] (s. [[κρούω]]), zurückstoßen, -schlagen, bes. pass., [[ἀμφοτέρωθεν]] ἀπεκρούσθη Thuc. 4, 107; τινά τινος, von Soldaten, Xen. Hell. 5, 3, 22; ἀπεκρούσθη τῆς ἐμβολῆς 6, 4, 4; ἀπό τινος ἀποκεκρουμένος 7, 4, 26; τῶν ἵππων ἀποκρούεσθαι, von den Pferden abgeworfen werden, Hipparch. 3, 14; τῆς μηχανῆς ἀπεκρούσθησαν, ihre List wurde vereitelt, Pol. 22, 11; vgl. Plut. Cleom. 37; – κοτυλίσκιον τὸ [[χεῖλος]] ἀποκεκρουσμένον ([[varia lectio|v.l.]] ἀποκεκρουμένον, wie auch B. A. 429 citirt ist) Ar. Ach. 435, mit abgebrochenem Rande, Schol. ἀποκεκλασμένον. – Med., von sich zurückschlagen, abwehren, Her. 4, 200. 8, 61 Thuc. 2, 4 Xen. u. Sp., die wie im activ. τινά τινος ver binden.
}}
{{bailly
|btext=éloigner <i>ou</i> séparer par un choc, <i>d'où</i><br /><b>1</b> casser, briser;<br /><b>2</b> repousser violemment : τινά τινος qqn d'un lieu ; <i>particul.</i> refouler (un assaillant) ; ἀποκρούεσθαι τῆς [[πείρας]] THC être repoussé, <i>d'où</i> échouer dans une tentative;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀποκρούομαι repousser loin de soi (un assaillant, une attaque) acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[κρούω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποκρούω''': ἀπωθῶ, διὰ τῆς βίας ἀπομακρύνω ἀπὸ τόπου ἢ προσώπου, Ξεν. Ἑλλ. 5. 3. 22. Ἀνθ. Π. 11. 351: - συνηθέστερον ἐν μέσῃ φωνῇ, ἀπωθῶ ἀπ’ [[ἐμαυτοῦ]], τὰς προσβολὰς Ἡρόδ. 4. 200, Θουκ. 2. 4· αὐτοὺς ἐπιόντας Ἡρόδ. 8. 61, κτλ.: [[καθόλου]], ἀπωθῶ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ έλκω, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 400· [[ἀποκρούω]], ἀναιρῶ ἐπιχείρημά τι, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 25: - Παθ. ἀποδιώκομαι βίᾳ ἐπὶ προσβολῆς (πρβλ. [[ἀποκόπτω]] ΙΙ.), Θουκ. 4. 107, Ξεν. κτλ.· ἀπεκρούσθη τῆς πείρας. Θουκ. 8. 100· ἀπ. τῆς μηχανῆς, τῆς πείρας, Πολύβ. 22. 11, 5, Πλούτ. κτλ. ΙΙ. Παθ., κοτυλίσκιον τὸ [[χεῖλος]] ἀποκεκρουμένον, [[ποτήριον]] ἔχον τεθραυσμένον καὶ ἐλλεῖπον τὸ [[χεῖλος]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 459. ΙΙΙ. παθ., [[ὡσαύτως]], καταρρίπτομαι ἀπὸ τοῦ ἵππου, Ξεν. Ἱππαρχ. 3. 14.
|lstext='''ἀποκρούω''': ἀπωθῶ, διὰ τῆς βίας ἀπομακρύνω ἀπὸ τόπου ἢ προσώπου, Ξεν. Ἑλλ. 5. 3. 22. Ἀνθ. Π. 11. 351: - συνηθέστερον ἐν μέσῃ φωνῇ, ἀπωθῶ ἀπ’ [[ἐμαυτοῦ]], τὰς προσβολὰς Ἡρόδ. 4. 200, Θουκ. 2. 4· αὐτοὺς ἐπιόντας Ἡρόδ. 8. 61, κτλ.: [[καθόλου]], ἀπωθῶ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ έλκω, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 400· [[ἀποκρούω]], ἀναιρῶ ἐπιχείρημά τι, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 25: - Παθ. ἀποδιώκομαι βίᾳ ἐπὶ προσβολῆς (πρβλ. [[ἀποκόπτω]] ΙΙ.), Θουκ. 4. 107, Ξεν. κτλ.· ἀπεκρούσθη τῆς πείρας. Θουκ. 8. 100· ἀπ. τῆς μηχανῆς, τῆς πείρας, Πολύβ. 22. 11, 5, Πλούτ. κτλ. ΙΙ. Παθ., κοτυλίσκιον τὸ [[χεῖλος]] ἀποκεκρουμένον, [[ποτήριον]] ἔχον τεθραυσμένον καὶ ἐλλεῖπον τὸ [[χεῖλος]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 459. ΙΙΙ. παθ., [[ὡσαύτως]], καταρρίπτομαι ἀπὸ τοῦ ἵππου, Ξεν. Ἱππαρχ. 3. 14.
}}
{{bailly
|btext=éloigner <i>ou</i> séparer par un choc, <i>d'où</i><br /><b>1</b> casser, briser;<br /><b>2</b> repousser violemment : τινά τινος qqn d'un lieu ; <i>particul.</i> refouler (un assaillant) ; ἀποκρούεσθαι τῆς [[πείρας]] THC être repoussé, <i>d'où</i> échouer dans une tentative;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀποκρούομαι repousser loin de soi (un assaillant, une attaque) acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[κρούω]].
}}
}}
{{grml
{{grml