ἀποπίμπλημι: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0319.png Seite 319]] (s. [[πίμπλημι]]), ganz anfüllen, τινά Plat. Crat. 413 b; τὰς τετρακοσίας μυριάδας, voll machen, Her. 7, 29; χρησμὸν ἀποπλῆσαι, erfüllen, 8, 96: übertr., θυμόν, sättigen, stillen, 1, 129; Plat. Legg. IV, 717 d; ἐπιθυμίας Gorg. 503 c; Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0319.png Seite 319]] (s. [[πίμπλημι]]), ganz anfüllen, τινά Plat. Crat. 413 b; τὰς τετρακοσίας μυριάδας, voll machen, Her. 7, 29; χρησμὸν ἀποπλῆσαι, erfüllen, 8, 96: übertr., θυμόν, sättigen, stillen, 1, 129; Plat. Legg. IV, 717 d; ἐπιθυμίας Gorg. 503 c; Sp.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> [[ἀποπλήσω]], <i>etc.</i><br />remplir complètement : μυριάδας HDT parfaire un nombre de myriades ; χρησμόν HDT accomplir un oracle ; τὸ θυμούμενον THC assouvir sa colère.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[πίμπλημι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποπίμπλημι''': καὶ (ἀλλ’ οὐχὶ Ἀττ.) -πιμπλάω: ποιητ. [[ὡσαύτως]] ἀποπίπλημι, -άω: μέλλ. -πλήσω, συμπληρῶ ἀριθμόν, τὰς τετρακοσίας μυριάδας τοι τῶν στατήρων ἀποπλήσω Ἡρόδ. 7. 29. ΙΙ. ἐκπληρῶ, [[ἐπαληθεύω]], [[ὥστε]] ἀποπλῆσαι τὸν χρησμὸν ὁ αὐτ. 8. 96. 2) ἱκανοποιῶ, [[καταπραΰνω]], ἀποπιμπλάναι [[αὐτοῦ]] τὸν θυμὸν (τὸ τοῦ Οὐεργιλίου explere animum) ὁ αὐτ. 2. 129, πρβλ. Θουκ. 7. 68, καὶ ἴδε τὸ [[ῥῆμα]] [[πληρόω]] 3) Ι. 2· ἀπ. τὰς ἐπιθυμίας Πλάτ. Γοργ. 492Α, κ. ἀλλ. 3) ἱκανοποιῶ τινὰ ἐρωτῶντα, ἐρευνῶντα, τινὰ ὁ αὐτ. Κρατ. 413Β.
|lstext='''ἀποπίμπλημι''': καὶ (ἀλλ’ οὐχὶ Ἀττ.) -πιμπλάω: ποιητ. [[ὡσαύτως]] ἀποπίπλημι, -άω: μέλλ. -πλήσω, συμπληρῶ ἀριθμόν, τὰς τετρακοσίας μυριάδας τοι τῶν στατήρων ἀποπλήσω Ἡρόδ. 7. 29. ΙΙ. ἐκπληρῶ, [[ἐπαληθεύω]], [[ὥστε]] ἀποπλῆσαι τὸν χρησμὸν ὁ αὐτ. 8. 96. 2) ἱκανοποιῶ, [[καταπραΰνω]], ἀποπιμπλάναι [[αὐτοῦ]] τὸν θυμὸν (τὸ τοῦ Οὐεργιλίου explere animum) ὁ αὐτ. 2. 129, πρβλ. Θουκ. 7. 68, καὶ ἴδε τὸ [[ῥῆμα]] [[πληρόω]] 3) Ι. 2· ἀπ. τὰς ἐπιθυμίας Πλάτ. Γοργ. 492Α, κ. ἀλλ. 3) ἱκανοποιῶ τινὰ ἐρωτῶντα, ἐρευνῶντα, τινὰ ὁ αὐτ. Κρατ. 413Β.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> [[ἀποπλήσω]], <i>etc.</i><br />remplir complètement : μυριάδας HDT parfaire un nombre de myriades ; χρησμόν HDT accomplir un oracle ; τὸ θυμούμενον THC assouvir sa colère.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[πίμπλημι]].
}}
}}
{{grml
{{grml