ἀπονίναμαι: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(ἀπονίνᾰμαι)<br /><b class="num">• Morfología:</b> [fut. ἀπονήσεται <i>h.Merc</i>.543; ép. aor. rad. atem. ἀπόνητο <i>Od</i>.11.324, A.R.1.88, opt. 2<sup>a</sup> sg. [[ἀπόναιο]] <i>Il</i>.24.556, 3<sup>a</sup> plu. ἀποναίατο <i>h.Cer</i>.132, S.<i>El</i>.211, inf. ἀπόνασθαι A.R.2.196, part. [[ἀπονήμενος]] <i>Od</i>.24.30; tard. aor. sigm. ἀπωνάμην Luc.<i>Am</i>.52, Procl.<i>in Alc</i>.89, D.Chr.1.46, 66.26]<br />[[tener el uso o placer]] de una cosa, [[disfrutar]], [[sacar provecho]] c. gen. ἧς ἥβης <i>Il</i>.17.25, τιμῆς <i>Od</i>.24.30, <i>h.Cer</i>.132, ἀγλαΐας S.<i>El</i>.211, ἐδωδῆς A.R.2.196, δωτίνης A.R.1.88, κρίσεως Luc.l.c.<br /><b class="num">•</b>Ἁρμονίης Nonn.<i>D</i>.3.114, ἀλλήλων δ' ἀπόναντο Musae.343, c. prep. y gen. ἐκ τούτων <i>PMasp</i>.151.178 (VI d.C.)<br /><b class="num">•</b>abs. [[sacar provecho]] en uso formulario ἦγε μέν, οὐδ' ἀπόνητο se casó con ella, pero no le aprovechó</i>, <i>Od</i>.11.324, θρέψε μέν, οὐδ' ἀπόνητο <i>Od</i>.17.293, πόλιν κτίσας οὐκ ἀπόνητο Hdt.1.168, ἀπώνατο λέγειν Procl.<i>in Alc</i>.89, οὐδὲν ἀπώνατο D.Chr.1.46, cf. 66.26, ἀπόνασθαι· ἀπολαῦσαι, κατατρυφᾶν Hsch.
|dgtxt=(ἀπονίνᾰμαι)<br /><b class="num">• Morfología:</b> [fut. ἀπονήσεται <i>h.Merc</i>.543; ép. aor. rad. atem. ἀπόνητο <i>Od</i>.11.324, A.R.1.88, opt. 2<sup>a</sup> sg. [[ἀπόναιο]] <i>Il</i>.24.556, 3<sup>a</sup> plu. ἀποναίατο <i>h.Cer</i>.132, S.<i>El</i>.211, inf. ἀπόνασθαι A.R.2.196, part. [[ἀπονήμενος]] <i>Od</i>.24.30; tard. aor. sigm. ἀπωνάμην Luc.<i>Am</i>.52, Procl.<i>in Alc</i>.89, D.Chr.1.46, 66.26]<br />[[tener el uso o placer]] de una cosa, [[disfrutar]], [[sacar provecho]] c. gen. ἧς ἥβης <i>Il</i>.17.25, τιμῆς <i>Od</i>.24.30, <i>h.Cer</i>.132, ἀγλαΐας S.<i>El</i>.211, ἐδωδῆς A.R.2.196, δωτίνης A.R.1.88, κρίσεως Luc.l.c.<br /><b class="num">•</b>Ἁρμονίης Nonn.<i>D</i>.3.114, ἀλλήλων δ' ἀπόναντο Musae.343, c. prep. y gen. ἐκ τούτων <i>PMasp</i>.151.178 (VI d.C.)<br /><b class="num">•</b>abs. [[sacar provecho]] en uso formulario ἦγε μέν, οὐδ' ἀπόνητο se casó con ella, pero no le aprovechó</i>, <i>Od</i>.11.324, θρέψε μέν, οὐδ' ἀπόνητο <i>Od</i>.17.293, πόλιν κτίσας οὐκ ἀπόνητο Hdt.1.168, ἀπώνατο λέγειν Procl.<i>in Alc</i>.89, οὐδὲν ἀπώνατο D.Chr.1.46, cf. 66.26, ἀπόνασθαι· ἀπολαῦσαι, κατατρυφᾶν Hsch.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. Moy. f.</i> [[ἀπονήσομαι]], <i>ao.</i> [[ἀπωνάμην]];<br />tirer profit de, jouir de, gén. : τῶνδ’ ἀπόναιο IL puisses-tu en jouir !.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ὀνίνημι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπονίναμαι''': μεσ. (ὁ ἐνεστὼς σχεδὸν [[οὐδαμοῦ]] εὑρίσκεται ἐν χρήσει): μέλλ. ἀπονήσομαι Ὅμ.: Ἐπ. ἀόρ. β΄ [[ἄνευ]] αὐξήσ. ἀπονήμην, [[ἀπόνητο]] Ὅμ.: β΄ ἑν. εὐκτ. [[ἀπόναιο]] Ἰλ. Ω 556, γ΄ πληθ. ἀποναίατο Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 132, Σοφ., ἀπαρ. ἀπόνασθαι Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 196· μετοχ. [[ἀπονήμενος]] Ὀδ. Ω 30. μεταγεν. ἀόρ. α΄ ἀπωνάμην Λουκ. Ἔρωτ. 52. Ἔχω τὴν ἀπόλαυσιν ἢ τὴν τέρψιν πράγματός τινος, [[ἀπολαύω]] [[αὐτοῦ]], ἧς ἥβης ἀπόνηθ', «τῆς ἰδίας ἀκμῆς, ὅ ἐστι νεότητος, ἀπέλαυσεν» (Σχολ.), Ἰλ. Ρ. 25· τῶν δ’ [[ἀπόναιο]], «ἀπολαύσειας» (Σχόλ.) «νὰ τὰ χαρῇς». Ω. 556· [[τιμῆς]] [[ἀπονήμενος]] Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτέρω· μηδέ ποτ’ ἀγλαΐας ἀποναίατο Σοφ. Ἡλ. 211.· ἀλλ’ ἡ γενική [[συχνάκις]] παραλείπεται, Ἀριάδνην... ἥν ποτε [[Θησεύς]]... ἦγε μέν, οὐδ’ ἀπόνοιτο, ἔλαβε μὲν αυτὴν ὡς γυναῖκα δὲν τὴν ἐχάρη [[ὅμως]], Ὀδ. Λ. 324· θρέψε μὲν οὐδ’ [[ἀπόνητο]] Ρ. 293, πρβλ. Π. 120· οὐκ ἀπώνητο (ἐνν. τῆς πόλεως) Ἡρόδ. 1. 168.
|lstext='''ἀπονίναμαι''': μεσ. (ὁ ἐνεστὼς σχεδὸν [[οὐδαμοῦ]] εὑρίσκεται ἐν χρήσει): μέλλ. ἀπονήσομαι Ὅμ.: Ἐπ. ἀόρ. β΄ [[ἄνευ]] αὐξήσ. ἀπονήμην, [[ἀπόνητο]] Ὅμ.: β΄ ἑν. εὐκτ. [[ἀπόναιο]] Ἰλ. Ω 556, γ΄ πληθ. ἀποναίατο Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 132, Σοφ., ἀπαρ. ἀπόνασθαι Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 196· μετοχ. [[ἀπονήμενος]] Ὀδ. Ω 30. μεταγεν. ἀόρ. α΄ ἀπωνάμην Λουκ. Ἔρωτ. 52. Ἔχω τὴν ἀπόλαυσιν ἢ τὴν τέρψιν πράγματός τινος, [[ἀπολαύω]] [[αὐτοῦ]], ἧς ἥβης ἀπόνηθ', «τῆς ἰδίας ἀκμῆς, ὅ ἐστι νεότητος, ἀπέλαυσεν» (Σχολ.), Ἰλ. Ρ. 25· τῶν δ’ [[ἀπόναιο]], «ἀπολαύσειας» (Σχόλ.) «νὰ τὰ χαρῇς». Ω. 556· [[τιμῆς]] [[ἀπονήμενος]] Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτέρω· μηδέ ποτ’ ἀγλαΐας ἀποναίατο Σοφ. Ἡλ. 211.· ἀλλ’ ἡ γενική [[συχνάκις]] παραλείπεται, Ἀριάδνην... ἥν ποτε [[Θησεύς]]... ἦγε μέν, οὐδ’ ἀπόνοιτο, ἔλαβε μὲν αυτὴν ὡς γυναῖκα δὲν τὴν ἐχάρη [[ὅμως]], Ὀδ. Λ. 324· θρέψε μὲν οὐδ’ [[ἀπόνητο]] Ρ. 293, πρβλ. Π. 120· οὐκ ἀπώνητο (ἐνν. τῆς πόλεως) Ἡρόδ. 1. 168.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. Moy. f.</i> [[ἀπονήσομαι]], <i>ao.</i> [[ἀπωνάμην]];<br />tirer profit de, jouir de, gén. : τῶνδ’ ἀπόναιο IL puisses-tu en jouir !.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ὀνίνημι]].
}}
}}
{{grml
{{grml