Anonymous

ἀπονίναμαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>seul. Moy. f.</i> [[ἀπονήσομαι]], <i>ao.</i> [[ἀπωνάμην]];<br />tirer profit de, jouir de, gén. : τῶνδ’ ἀπόναιο IL puisses-tu en jouir !.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ὀνίνημι]].
|btext=<i>seul. Moy. f.</i> [[ἀπονήσομαι]], <i>ao.</i> [[ἀπωνάμην]];<br />tirer profit de, jouir de, gén. : τῶνδ’ ἀπόναιο IL puisses-tu en jouir !.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ὀνίνημι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπονίνᾰμαι:''' [[извлекать пользу]], [[пользоваться]], [[наслаждаться]] (τινος Hom., Soph.): τὴν πόλιν κτίσας οὐκ ἀπώνητο Her. основав город, он (однако) не воспользовался плодами своих трудов.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπονίνᾰμαι:''' Μέσ. ([[ὀνίνημι]]), μέλ. <i>-ἀπ-ονήσομαι</i>· Επικ. γʹ ενικ. αορ. βʹ [[ἀπόνητο]]· γʹ ενικ. ευκτ. [[ἀπόναιο]], γʹ πληθ. <i>ἀποναίατο</i>· μτχ. [[ἀπονήμενος]]· έχω τη [[χρήση]] ή την [[απόλαυση]], την [[τέρψη]] ενός πράγματος, [[απολαμβάνω]] [[κάτι]], με γεν., σε Όμηρ., Σοφ.· η γεν. όμως [[συχνά]] παραλείπεται, [[ἦγε]] μὲν οὐδ' [[ἀπόνητο]], την παντρεύτηκε [[αλλά]] δεν γνώρισε καμία [[χαρά]] από το [[γεγονός]] αυτό (ή από τη [[γυναίκα]] αυτή), σε Ομήρ. Οδ.· οὐκ [[ἀπόνητο]] (ενν. <i>τῆς πόλεως</i>), σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἀπονίνᾰμαι:''' Μέσ. ([[ὀνίνημι]]), μέλ. <i>-ἀπ-ονήσομαι</i>· Επικ. γʹ ενικ. αορ. βʹ [[ἀπόνητο]]· γʹ ενικ. ευκτ. [[ἀπόναιο]], γʹ πληθ. <i>ἀποναίατο</i>· μτχ. [[ἀπονήμενος]]· έχω τη [[χρήση]] ή την [[απόλαυση]], την [[τέρψη]] ενός πράγματος, [[απολαμβάνω]] [[κάτι]], με γεν., σε Όμηρ., Σοφ.· η γεν. όμως [[συχνά]] παραλείπεται, [[ἦγε]] μὲν οὐδ' [[ἀπόνητο]], την παντρεύτηκε [[αλλά]] δεν γνώρισε καμία [[χαρά]] από το [[γεγονός]] αυτό (ή από τη [[γυναίκα]] αυτή), σε Ομήρ. Οδ.· οὐκ [[ἀπόνητο]] (ενν. <i>τῆς πόλεως</i>), σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπονίνᾰμαι:''' [[извлекать пользу]], [[пользоваться]], [[наслаждаться]] (τινος Hom., Soph.): τὴν πόλιν κτίσας οὐκ ἀπώνητο Her. основав город, он (однако) не воспользовался плодами своих трудов.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />to [[have]] the use or [[enjoyment]] of a [[thing]], c. gen., Hom., Soph.; but the gen. is often omitted, ἦγε μὲν οὐδ' [[ἀπόνητο]] married her but had no joy [of it], Od.; οὐκ ἀπώνητο (sc. τῆς πόλεως) Hdt.
|mdlsjtxt=<br />to [[have]] the use or [[enjoyment]] of a [[thing]], c. gen., Hom., Soph.; but the gen. is often omitted, ἦγε μὲν οὐδ' [[ἀπόνητο]] married her but had no joy [of it], Od.; οὐκ ἀπώνητο (sc. τῆς πόλεως) Hdt.
}}
}}