ἀστράβη: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0376.png Seite 376]] ἡ, 1) ein hölzerner Saumsattel, zum Festpacken der Lasten; ἐπ' ἀστράβης ὀχεῖσθαι Lys. 24, 11 Dem. Mid. 133, auf einem solchen Sattel, nach Harpocr. auf einem so gesattelten Maulthiere reiten, wie es Sp., z. B. Ath., gewiß nahmen. Nach Schol. Dem. mit [[ἀστραβής]] zusammenhd.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0376.png Seite 376]] ἡ, 1) ein hölzerner Saumsattel, zum Festpacken der Lasten; ἐπ' ἀστράβης ὀχεῖσθαι Lys. 24, 11 Dem. Mid. 133, auf einem solchen Sattel, nach Harpocr. auf einem so gesattelten Maulthiere reiten, wie es Sp., z. B. Ath., gewiß nahmen. Nach Schol. Dem. mit [[ἀστραβής]] zusammenhd.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />bât, selle.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[στρέφω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀστράβη''': ἡ, (ἀστρᾰβὴς) τὸ ἐπίδαγμα ἡμιόνου, [[σάγμα]] «σαγμάρι» ἀναπαυτικὸν [[ὅπερ]] συνήθως μετεχειρίζοντο ἁβροδίαιτοι ἄνθρωποι· ἀλλ’ ἐκ τῶν χωρίων [[ἔνθα]] ὑπάρχει ἡ [[λέξις]] φαίνεται ὅτι ἡ [[ἀστράβη]] ἦτο καὶ [[εἶδος]] ὀχήματος, εἰ γὰρ ἐκεκτήμην οὐσίαν ἐπ’ ἀστράβης ἂν ὠχούμην, ἀλλ’ οὐκ ἐπ’ ἀλλοτρίους ἵππους ἀνέβαινον Λυσ. 169. 13· ἐπ’ ἀστράβης ὀχούμενος ἀργυρᾶς Δημ. 558. 16· ἡ Γναθαίνιον εἰς Πειραιᾶ κατέβαινε πρὸς ξένον τινὰ ἔμπορον ἐραστὴν εὐσταλῶς ἐπ’ ἀστράβης τὰ πάντ’ ἔχουσ’ ὀνάρια μεθ’ ἑαυτῆς [[τρία]] Μάχων παρ’ Ἀθην. 582Β· [[μαλακίζομαι]] ἐπ’ ἀστράβης ὀχηθεὶς Λουκ. Λεξιφ. 2. - [[Κατὰ]] τὸν Ἁρποκρατ. «[[ἀστράβη]]: ἡ [[ἡμίονος]]· Δημοσθένης ἐν τῷ κατὰ Μειδίου, [[μήποτε]] δὲ καὶ πᾶν [[ὑποζύγιον]] ἐφ’ οὗ ἄνθρωποι ὀχοῦνται [[οὕτως]] ἐκαλεῖτο». - [[Κατὰ]] δὲ τὸν Ἡσύχ. «[[ἀστράβη]]· τὸ ἐπὶ τῶν ἵππων [[ξύλον]], ὃ κρατοῦσιν οἱ καθεζόμενοι, τίθεται δὲ καὶ ἐπὶ τῶν ἀναβατικῶν ὄνων, οἱ δὲ κατὰ τὸ πλεῖστον μὲν τὴν σωματηγὸν ἡμίονον [[οὕτως]] ἔλεγον· [[ἐνίοτε]] δὲ πάντα [[ἁπλῶς]] τὰ σωματηγοῦντα + ὑποζυγοῦντα». - «[[ἀστράβη]] [[ξύλον]] ὄρθιον τοῖς δίφροις τῶν ἁρμάτων εἰς ὃ ἐπικεκύφασιν οἱ ἡνίοχοι ἐλῶντες… [[ἀστράβη]] καὶ ἡ σέλα δὲ ὡς [[ἀστράβη]] τηροῦσα τοῖς νώτοις ἐγκαθέζεσθαι τῶν ἵππων τὸν ἱππέα» Τζέτζ. Ἱστ. 9. 847 κτλ.
|lstext='''ἀστράβη''': ἡ, (ἀστρᾰβὴς) τὸ ἐπίδαγμα ἡμιόνου, [[σάγμα]] «σαγμάρι» ἀναπαυτικὸν [[ὅπερ]] συνήθως μετεχειρίζοντο ἁβροδίαιτοι ἄνθρωποι· ἀλλ’ ἐκ τῶν χωρίων [[ἔνθα]] ὑπάρχει ἡ [[λέξις]] φαίνεται ὅτι ἡ [[ἀστράβη]] ἦτο καὶ [[εἶδος]] ὀχήματος, εἰ γὰρ ἐκεκτήμην οὐσίαν ἐπ’ ἀστράβης ἂν ὠχούμην, ἀλλ’ οὐκ ἐπ’ ἀλλοτρίους ἵππους ἀνέβαινον Λυσ. 169. 13· ἐπ’ ἀστράβης ὀχούμενος ἀργυρᾶς Δημ. 558. 16· ἡ Γναθαίνιον εἰς Πειραιᾶ κατέβαινε πρὸς ξένον τινὰ ἔμπορον ἐραστὴν εὐσταλῶς ἐπ’ ἀστράβης τὰ πάντ’ ἔχουσ’ ὀνάρια μεθ’ ἑαυτῆς [[τρία]] Μάχων παρ’ Ἀθην. 582Β· [[μαλακίζομαι]] ἐπ’ ἀστράβης ὀχηθεὶς Λουκ. Λεξιφ. 2. - [[Κατὰ]] τὸν Ἁρποκρατ. «[[ἀστράβη]]: ἡ [[ἡμίονος]]· Δημοσθένης ἐν τῷ κατὰ Μειδίου, [[μήποτε]] δὲ καὶ πᾶν [[ὑποζύγιον]] ἐφ’ οὗ ἄνθρωποι ὀχοῦνται [[οὕτως]] ἐκαλεῖτο». - [[Κατὰ]] δὲ τὸν Ἡσύχ. «[[ἀστράβη]]· τὸ ἐπὶ τῶν ἵππων [[ξύλον]], ὃ κρατοῦσιν οἱ καθεζόμενοι, τίθεται δὲ καὶ ἐπὶ τῶν ἀναβατικῶν ὄνων, οἱ δὲ κατὰ τὸ πλεῖστον μὲν τὴν σωματηγὸν ἡμίονον [[οὕτως]] ἔλεγον· [[ἐνίοτε]] δὲ πάντα [[ἁπλῶς]] τὰ σωματηγοῦντα + ὑποζυγοῦντα». - «[[ἀστράβη]] [[ξύλον]] ὄρθιον τοῖς δίφροις τῶν ἁρμάτων εἰς ὃ ἐπικεκύφασιν οἱ ἡνίοχοι ἐλῶντες… [[ἀστράβη]] καὶ ἡ σέλα δὲ ὡς [[ἀστράβη]] τηροῦσα τοῖς νώτοις ἐγκαθέζεσθαι τῶν ἵππων τὸν ἱππέα» Τζέτζ. Ἱστ. 9. 847 κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />bât, selle.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[στρέφω]].
}}
}}
{{grml
{{grml