ἀστράβη

From LSJ

τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀστρᾰβη Medium diacritics: ἀστράβη Low diacritics: αστράβη Capitals: ΑΣΤΡΑΒΗ
Transliteration A: astrábē Transliteration B: astrabē Transliteration C: astravi Beta Code: a)stra/bh

English (LSJ)

ἡ,
A mule's saddle, an easy padded saddleused by effeminate persons (Sch.D. l.c. infr.), ἐπ' ἀστράβης ἂν ὠχούμην Lys.24.11; ἐπ' ἀστράβης ὀχούμενος ἀργυρᾶς (v.l. ἐξ Ἀργούρας) D.21.133; τῶν ὑποζυγίων τὰ τριχώματα γίνεται λευκὰ ἐκ προστρίψεων τῆς ἀστράβης Arist.Col.interpol.post 798a19; εὐτελῶς ἐπ' ἀστράβης Macho ap.Ath.13.582c; μαλακίζομαι ἐπ' ἀστράβης ὀχηθείς Luc.Lex.2: prov., σοφόν γ' ὁ βοῦς ἔφασκεν ἀστράβην ἰδών = well said the ox, seeing the pack, Com.Adesp.563.—Expld. as εἶδος ἁμάξης in Hdn.Gr.1.308; as the pommel of a saddle, EM159.50, Hsch.; of the mule itself, Id., Harp., Eust.1625.40.
2 Δημοσθένους ἀστράβη, a kind of surgical appliance, Heliod. ap. Orib.49.4.34.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
1 silla de mula con respaldo de especial comodidad ἐπ' ἀστράβης ἂν ὠχούμην Lys.24.11, ἐπ' ἀστράβης δὲ ὀχούμενος D.21.133, μαλακίζομαι ἐπ' ἀστράβης ὀχηθείς Luc.Lex.2, ἀστράβη εἶδος ἀμάξης Hdn.Gr.1.308, cf. PCair.Zen.659.13 (III a.C.), Alciphr.4.18.17, Macho 389, Hsch., EM 159.50G.
silla de mula tít. de una obra de Plauto, Gell.11.7.5
por extensión la mula así ensillada, Eust.1625.40.
2 medic. Δημοσθένους ἀ. silla de Demóstenes cierto aparato reductor, Heliod. en Orib.49.4.34.
3 tabla para poner los pies, Gloss.4.406.
• Etimología: Etim. dud. Quizá deriv. de ἀστραβής q.u.

German (Pape)

[Seite 376] ἡ, 1) ein hölzerner Saumsattel, zum Festpacken der Lasten; ἐπ' ἀστράβης ὀχεῖσθαι Lys. 24, 11 Dem. Mid. 133, auf einem solchen Sattel, nach Harpocr. auf einem so gesattelten Maulthiere reiten, wie es Sp., z. B. Ath., gewiß nahmen. Nach Schol. Dem. mit ἀστραβής zusammenhd.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
bât, selle.
Étymologie: , στρέφω.

Russian (Dvoretsky)

ἀστράβη:покойное седло (со спинкой, которое клалось на мулов) (ἐπ᾽ ἀστράβης ὀχεῖσθαι Lys., Dem., Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀστράβη: ἡ, (ἀστρᾰβὴς) τὸ ἐπίδαγμα ἡμιόνου, σάγμα «σαγμάρι» ἀναπαυτικὸν ὅπερ συνήθως μετεχειρίζοντο ἁβροδίαιτοι ἄνθρωποι· ἀλλ’ ἐκ τῶν χωρίων ἔνθα ὑπάρχει ἡ λέξις φαίνεται ὅτι ἡ ἀστράβη ἦτο καὶ εἶδος ὀχήματος, εἰ γὰρ ἐκεκτήμην οὐσίαν ἐπ’ ἀστράβης ἂν ὠχούμην, ἀλλ’ οὐκ ἐπ’ ἀλλοτρίους ἵππους ἀνέβαινον Λυσ. 169. 13· ἐπ’ ἀστράβης ὀχούμενος ἀργυρᾶς Δημ. 558. 16· ἡ Γναθαίνιον εἰς Πειραιᾶ κατέβαινε πρὸς ξένον τινὰ ἔμπορον ἐραστὴν εὐσταλῶς ἐπ’ ἀστράβης τὰ πάντ’ ἔχουσ’ ὀνάρια μεθ’ ἑαυτῆς τρία Μάχων παρ’ Ἀθην. 582Β· μαλακίζομαι ἐπ’ ἀστράβης ὀχηθεὶς Λουκ. Λεξιφ. 2. - Κατὰ τὸν Ἁρποκρατ. «ἀστράβη: ἡ ἡμίονος· Δημοσθένης ἐν τῷ κατὰ Μειδίου, μήποτε δὲ καὶ πᾶν ὑποζύγιον ἐφ’ οὗ ἄνθρωποι ὀχοῦνται οὕτως ἐκαλεῖτο». - Κατὰ δὲ τὸν Ἡσύχ. «ἀστράβη· τὸ ἐπὶ τῶν ἵππων ξύλον, ὃ κρατοῦσιν οἱ καθεζόμενοι, τίθεται δὲ καὶ ἐπὶ τῶν ἀναβατικῶν ὄνων, οἱ δὲ κατὰ τὸ πλεῖστον μὲν τὴν σωματηγὸν ἡμίονον οὕτως ἔλεγον· ἐνίοτε δὲ πάντα ἁπλῶς τὰ σωματηγοῦντα + ὑποζυγοῦντα». - «ἀστράβη ξύλον ὄρθιον τοῖς δίφροις τῶν ἁρμάτων εἰς ὃ ἐπικεκύφασιν οἱ ἡνίοχοι ἐλῶντες… ἀστράβη καὶ ἡ σέλα δὲ ὡς ἀστράβη τηροῦσα τοῖς νώτοις ἐγκαθέζεσθαι τῶν ἵππων τὸν ἱππέα» Τζέτζ. Ἱστ. 9. 847 κτλ.

Greek Monolingual

η (AM ἀστράβη)
αρχ.-μσν.
1. το σαμάρι του μουλαριού
2. ο σκελετός του σαμαριού
3. το μουλάρι
νεοελλ.
εσωτερική ενίσχυση του σκελετού του σκάφους.
αρχ.
είδος χειρουργικού εργαλείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Τεχνικός όρος, πιθ. ξένης προέλευσης. Η σύνδεση με τον τ. αστραβής «ίσος, σταθερός», η οποία βασίστηκε στην άποψη ότι η αστράβη ήταν σαμάρι που κρατούσε τον καβαλάρη σε ευστάθεια, δεν φαίνεται ικανοποιητική. Η λ. αστράβη δηλώνει τη ξύλινη σέλα που τοποθετούσαν στα γαϊδούρια ή στα μουλάρια κυρίως ως κάθισμα. Κατά τον Ησύχιο όμως ο όρος χαρακτηρίζει την άκρη του ξύλινου αυτού καθίσματος από την οποία κανείς κρατιέται. Τέλος, η λ. χρησιμοποιείται για να δηλώσει και το ίδιο το μουλάρι.
ΠΑΡ. αρχ. αστραβεύω.
ΣΥΝΘ. αρχ. αστραβηλάτης].

Greek Monotonic

ἀστράβη: ἡ, σαμάρι μουλαριού, αναπαυτικά φοδραρισμένη σέλα, σε Δημ. (αμφίβ. προέλ.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: comfortable saddle for an ass or a mule (Lys.); s. RE 4, 1792.
Other forms: ἀστράπην (Anon. in Rh. 8, 668), s. below. Note astrama = σανίς, ὑποπόδιον. Lat. Gloss. II 22,15
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Unknown, technical loanword. Chantr. Form. 262, 8. Connection with ἀστραβής is improbable. Neumann, Incontri Linguisti 1, 1974, 103-8, connects Hitt. asatar seat (from as- sit); but -ba- is rare in Hittite. Fur. 143 mentions ἀστράπην (-απήν trad.), Sturtevant, Cl. Ph. 6, 208; variation αβ/απ is well known in substr. words (Fur. 107); rejected without reason by Neumann (who points to words in -βα/ος, which are prob. loanwords); so perhaps rather a substr. word.

Middle Liddell

[deriv. uncertain].]
a mule's saddle, an easy padded saddle, Dem.

Frisk Etymology German

ἀστράβη: {astrábē}
Grammar: f.
Meaning: bequemer Sattel, Mauleselsattel (att.).
Derivative: Davon ἀστραβεύω (Pl. Kom. 39), ἀστραβίζω (A. Supp. 285).
Etymology: Herkunft unbekannt, wahrscheinlich technisches LW, vgl. Chantraine Formation 262: 8. Verwandtschaft mit ἀστραβής (Prellwitz) ist nicht zu begründen.
Page 1,172

English (Woodhouse)

easy padded saddle, mule's saddle, saddle used by effeminate men, saddle used by women

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)