ἀστράπτω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0377.png Seite 377]] Blitze schleudern, blitzen, Hom. vom Zeus Iliad. 2, 353. 9, 237. 10, 5. 17, 595; Arist. ἀστράπτει, es blitzt; Glanz ausstrahlen, ἵμερον ἀπ' ὀμμάτων ἀστράπτουσα Asclep. 12 (XII, 161); Κελτοῖς πουλὺν [[ἐνυάλιον]] Crinag. 28 (IX, 283); [[σέλας]] ἐξ ὀμμάτων Aesch. Prom. 356; intrans. glänzen, bes. von Augen, τοῖς ὄμμασι Xen. Cyn. 6, 15; [[ὄψις]] ἀστράπτουσα Plat. Phaedr. 254 b; γλῆναι ἀστράπτουσαι Sosip. 3 (V, 56); vgl. Opp. C. 1, 360; vom Metallglanz, χαλινὸς ἀστρ. Soph. O. C. 1069; ἤστραπτε χαλκῷ Xen. Cyr. 6, 4, 1; beleuchten, εὐνήν Mus. 276.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0377.png Seite 377]] Blitze schleudern, blitzen, Hom. vom Zeus Iliad. 2, 353. 9, 237. 10, 5. 17, 595; Arist. ἀστράπτει, es blitzt; Glanz ausstrahlen, ἵμερον ἀπ' ὀμμάτων ἀστράπτουσα Asclep. 12 (XII, 161); Κελτοῖς πουλὺν [[ἐνυάλιον]] Crinag. 28 (IX, 283); [[σέλας]] ἐξ ὀμμάτων Aesch. Prom. 356; intrans. glänzen, bes. von Augen, τοῖς ὄμμασι Xen. Cyn. 6, 15; [[ὄψις]] ἀστράπτουσα Plat. Phaedr. 254 b; γλῆναι ἀστράπτουσαι Sosip. 3 (V, 56); vgl. Opp. C. 1, 360; vom Metallglanz, χαλινὸς ἀστρ. Soph. O. C. 1069; ἤστραπτε χαλκῷ Xen. Cyr. 6, 4, 1; beleuchten, εὐνήν Mus. 276.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> ἤστραπτον, <i>f.</i> ἀστράψω, <i>ao.</i> [[ἤστραψα]], <i>pf. inus.</i><br /><b>I.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> lancer des éclairs ; • <i>impers.</i> ἀστράπτει il éclaire;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> jeter des éclairs, étinceler;<br /><b>II.</b> <i>tr.</i> faire jaillir comme un éclair, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἀστραπή]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀστράπτω''': (πρβλ. [[στράπτω]]): παρατ. ἤστραπτον, Ἰων. καὶ Ἐπ. ἀστράπτεσκον Μόσχ. 2.86· μέλλ. ἀστράψω, Νόνν.: ἀόρ. ἤστραψα Ὅμ., κλ.: ― Παθ., ὁ ὑπερσυντ. ἤστραπτο [[εἶναι]] ἐσφαλ. γραφ. ἀντὶ τοῦ ἤστραπτε ἐν Ξεν. Κύρ. 6.4, 1: ― Μέσ., ἀόρ. ὑποτ. ἀστράψηται Ἀριστείδ. 2.391. Ἀστράπτω, κοιν. «ἀστράφτω», πέμπτω ἀστραπάς, [[συχνάκις]] ἐπὶ διοσημιῶν, ἀστράπτων ἐπιδέξι’ Ἰλ. Β. 353· [[Κρονίδης]] ἐνδέξια σήματα φαίνων ἀστράπει Ι. 237· ὡς δ' ἂν ἀστράπτῃ [[πόσις]] Ἥρης Κ. 5· ἀστράψας δὲ [[μάλα]] μεγάλ’ [[ἔκτυπε]] Ρ. 595· μεταφ. ἐπὶ ἀνθρώπου, [[ἐντεῦθεν]] ὀργῇ Περικλέῃς οὑλύμπιος ἤστραπτεν, ἐβρόντα ξυνεκύκα τὴν Ἑλλάδα Ἀριστοφ. Ἀχ. 531, πρβλ. Σφ. 625. 2) ἀπροσ., ἀστράπτει· ἤστραψε ὡς καὶ νῦν, οὐρανοῦ δ’ ἄπο ἤστραψε Σοφ. Ἀποσπ. 507, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 2. 19, 21. ΙΙ. [[λάμπω]] ὡς ἀστραπή, ὡς καὶ νῦν, πᾶς γὰρ ἀστράπτει χαλινὸς Σοφ. Ο. Κ. 1967· κατάχαλκον ἀστρ. [[πεδίον]], λάμπει, «ἀστράφτει» ἀπὸ τὸν χαλκόν, Εὐρ. Φοίν. 110· οὕτω, ἀστρ. χαλκῷ Ξεν. Κύρ. 6. 4, 1· ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, εἶδον τὴν ὄψιν… ἀστράπτουσαν Πλάτ. Φαῖδρ. 254Β, ἀστρ. ὄμμασι Ξεν. Κυν. 6. 15· ἐπὶ ἀνθέων, ἀνεμωνίδες ἀστράπτουσαι, λάμπουσαι, Νικ. παρ’ Ἀθην. 684C: ―μετὰ συστοίχ. αἰτ., ἐξ ὀμμάτων δ’ ἤστραπτε… [[σέλας]] (ἐνν. Τυφὼν) εξηκόντιζε φλόγας ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν [[αὐτοῦ]], Αἰσχύλ. Πρ. 356· ἴμερον ἀστράπτουσα κατ' ὄμματος Ἀνθ. Π. 12. 161· ἤστραψε γλυκὺ [[κάλλος]] [[αὐτόθι]] 110. ΙΙΙ. μεταβατ. [[καταφλέγω]] διὰ τῆς ἀστραπῆς, Κρατῖνος ἐν «Δραπέτισι» 4. 2) [[φωτίζω]], οὐ δαΐδων ἤστραπτε [[σέλας]] Μουσαῖος 276.
|lstext='''ἀστράπτω''': (πρβλ. [[στράπτω]]): παρατ. ἤστραπτον, Ἰων. καὶ Ἐπ. ἀστράπτεσκον Μόσχ. 2.86· μέλλ. ἀστράψω, Νόνν.: ἀόρ. ἤστραψα Ὅμ., κλ.: ― Παθ., ὁ ὑπερσυντ. ἤστραπτο [[εἶναι]] ἐσφαλ. γραφ. ἀντὶ τοῦ ἤστραπτε ἐν Ξεν. Κύρ. 6.4, 1: ― Μέσ., ἀόρ. ὑποτ. ἀστράψηται Ἀριστείδ. 2.391. Ἀστράπτω, κοιν. «ἀστράφτω», πέμπτω ἀστραπάς, [[συχνάκις]] ἐπὶ διοσημιῶν, ἀστράπτων ἐπιδέξι’ Ἰλ. Β. 353· [[Κρονίδης]] ἐνδέξια σήματα φαίνων ἀστράπει Ι. 237· ὡς δ' ἂν ἀστράπτῃ [[πόσις]] Ἥρης Κ. 5· ἀστράψας δὲ [[μάλα]] μεγάλ’ [[ἔκτυπε]] Ρ. 595· μεταφ. ἐπὶ ἀνθρώπου, [[ἐντεῦθεν]] ὀργῇ Περικλέῃς οὑλύμπιος ἤστραπτεν, ἐβρόντα ξυνεκύκα τὴν Ἑλλάδα Ἀριστοφ. Ἀχ. 531, πρβλ. Σφ. 625. 2) ἀπροσ., ἀστράπτει· ἤστραψε ὡς καὶ νῦν, οὐρανοῦ δ’ ἄπο ἤστραψε Σοφ. Ἀποσπ. 507, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 2. 19, 21. ΙΙ. [[λάμπω]] ὡς ἀστραπή, ὡς καὶ νῦν, πᾶς γὰρ ἀστράπτει χαλινὸς Σοφ. Ο. Κ. 1967· κατάχαλκον ἀστρ. [[πεδίον]], λάμπει, «ἀστράφτει» ἀπὸ τὸν χαλκόν, Εὐρ. Φοίν. 110· οὕτω, ἀστρ. χαλκῷ Ξεν. Κύρ. 6. 4, 1· ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, εἶδον τὴν ὄψιν… ἀστράπτουσαν Πλάτ. Φαῖδρ. 254Β, ἀστρ. ὄμμασι Ξεν. Κυν. 6. 15· ἐπὶ ἀνθέων, ἀνεμωνίδες ἀστράπτουσαι, λάμπουσαι, Νικ. παρ’ Ἀθην. 684C: ―μετὰ συστοίχ. αἰτ., ἐξ ὀμμάτων δ’ ἤστραπτε… [[σέλας]] (ἐνν. Τυφὼν) εξηκόντιζε φλόγας ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν [[αὐτοῦ]], Αἰσχύλ. Πρ. 356· ἴμερον ἀστράπτουσα κατ' ὄμματος Ἀνθ. Π. 12. 161· ἤστραψε γλυκὺ [[κάλλος]] [[αὐτόθι]] 110. ΙΙΙ. μεταβατ. [[καταφλέγω]] διὰ τῆς ἀστραπῆς, Κρατῖνος ἐν «Δραπέτισι» 4. 2) [[φωτίζω]], οὐ δαΐδων ἤστραπτε [[σέλας]] Μουσαῖος 276.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> ἤστραπτον, <i>f.</i> ἀστράψω, <i>ao.</i> [[ἤστραψα]], <i>pf. inus.</i><br /><b>I.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> lancer des éclairs ; • <i>impers.</i> ἀστράπτει il éclaire;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> jeter des éclairs, étinceler;<br /><b>II.</b> <i>tr.</i> faire jaillir comme un éclair, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἀστραπή]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth