ἁδρός: Difference between revisions

No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0037.png Seite 37]] ά, όν ([[ἄδην]], [[ἀδέω]], Buttm. Lexil. I, p. 206 bringt es mit [[ἀδινός]] zusammen), voll, ausgewachsen, reif, [[καρπός]] Her. 1, 17 (so von Früchten oft Theophr.); [[παιδίον]] 4, 180; παῖδες Plat. Rep. V, 466 e; übh. stark, dicht, [[χιών]] Her. 4, 31; [[πόλεμος]], ein großer Krieg, Ar. Ran-1099; πῦρ Plut. Sol. 1; οἱ ἁδροί, starke Leute, den μικρότεροι entgegengesetzt; Lyc. 17; [[ἰχθύς]] Com. Ath. VIII, 381 d; [[κοιλία]] Alex. ib. XIII, 568 b (v. 12); übrtr., οἱ άδρότεροι καὶ πολὺ βελτίονες, tüchtigere Leute, Isocr. 12, 110, wie Athen. VI, 253 b ἁδρὸς τὴν ψυχήν; [[πιεῖν]] ἁδρότερον Diphil. Athen. XI, 497 a; [[ἁδρός]] τινος, angefüllt mit, Machon. bei Athen. VI, 244 b; häufig bei Sp., wie D. Sic. – Bei den Rhetoren: volle, wortreiche Schreibart, im Ggstz von [[ἰσχνός]]; auch tadelnd: schwülstig, vgl. Schäfer zu D. Hal. C. V. 4, 38.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0037.png Seite 37]] ά, όν ([[ἄδην]], [[ἀδέω]], Buttm. Lexil. I, p. 206 bringt es mit [[ἀδινός]] zusammen), voll, ausgewachsen, reif, [[καρπός]] Her. 1, 17 (so von Früchten oft Theophr.); [[παιδίον]] 4, 180; παῖδες Plat. Rep. V, 466 e; übh. stark, dicht, [[χιών]] Her. 4, 31; [[πόλεμος]], ein großer Krieg, Ar. Ran-1099; πῦρ Plut. Sol. 1; οἱ ἁδροί, starke Leute, den μικρότεροι entgegengesetzt; Lyc. 17; [[ἰχθύς]] Com. Ath. VIII, 381 d; [[κοιλία]] Alex. ib. XIII, 568 b (v. 12); übrtr., οἱ άδρότεροι καὶ πολὺ βελτίονες, tüchtigere Leute, Isocr. 12, 110, wie Athen. VI, 253 b ἁδρὸς τὴν ψυχήν; [[πιεῖν]] ἁδρότερον Diphil. Athen. XI, 497 a; [[ἁδρός]] τινος, angefüllt mit, Machon. bei Athen. VI, 244 b; häufig bei Sp., wie D. Sic. – Bei den Rhetoren: volle, wortreiche Schreibart, im Ggstz von [[ἰσχνός]]; auch tadelnd: schwülstig, vgl. Schäfer zu D. Hal. C. V. 4, 38.
}}
{{bailly
|btext=ά, όν :<br /><b>1</b> abondant, épais, dru;<br /><b>2</b> qui a crû, <i>ou</i> s'est développé fortement, gros, fort.<br />'''Étymologie:''' [[ἅδην]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἁδρός''': -ά, -όν, κατὰ τὴν πρώτην σημασίαν φαίνεται ὅμοιον τῷ [[ἀδινός]] (μεθ’ οὗ συσχετίζεται ὡς τὸ κυδρὸς πρὸς τὸ [[κυδνός]]) σημαῖνον [[πυκνός]], [[παχύς]], [[ὀγκώδης]]. Ι. ἐπὶ πραγμάτων: χιόνα ἁδρὴν πίπτουσαν εἶδε, πυκνὴν εἰς νιφάδας, Ἡρόδ. 4. 31: - τῶν ἀνθράκων οἱ ἁδρότατοι, οἱ στερεώτατοι, Ἰππ. 648. 55· - κίονες ἁδ. = μεγάλοι, Διόδ. 3.47· τοὺς ἁδροτάτους τῶν λέμβων, ὁ αὐτ. 20. 85: - [[ἰσχυρός]], [[μέγας]] ὑπὸ πᾶσαν ἔποψιν, ἁδρὸς [[πόλεμος]], Ἀριστοφ. Βάτ. 1099· ῥεύματα, πλήρη, ἐξωγκωμένα, Ἀριστ. Προβλ. 28. 1, 3· ἐπὶ βροχῆς, = ῥαγδαία, ὁ αὐτ. Κόσμ. 4, 6· ἐπὶ [[πυρός]], Πλουτ. Σόλων 1· [[δῆγμα]], Διόδ. 1. 35· δωρεάς τε και τιμὰς ἁδρὰς δοῦναι, = ἀφθόνους, ὁ αὐτ. 19. 86· - ἐπὶ ὕφους, = [[μεγαλοπρεπής]], Λογγῖν. 40, 4. Τὸ ἁδ., = Λατ. ubertas, grandiloquentia, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ ἰσχνόν, Schäf. Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. Ὀνομ. σ. 65. - Ἐπιρρ. συγκρ. [[ἁδροτέρως]] διαιτᾶν, νά τρώγῃ τις χορταστικώτερα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν λεπτὴν δίαιταν, Ἱππ. Ἀφ. 1243· ἁδρ. φαρμακεύειν, [[αὐτόθι]]· ὡσαύτ. οὐδέτ. ὡς ἐπίρρ., ἁδρὸν γελάσαι, = γελάσαι ἠχηρῶς, Ἀντιφῶν ἐν «Λημνίαις» 2. 8. πρβλ. Πολυδ. 4. 9· ἁδρότερον πιεῖν, περισσότερον, ἀφθονώτερον, Δίφιλ. ἐν «Αἱρησιτείχει», 1. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων: [[μέγας]], [[ὡραῖος]], [[εὐτραφής]], ἐπεὰν τὸ [[παιδίον]] ἁδρὸν γένηται, Ἡρόδ. 4. 180· τῷ παιδί, [[ἐπήν]] ἀδρὸς ἔῃ, Ἱππ. 232, 42· - τῶν παίδων ὅσοι ἁδροί, Πλάτ. Πολ. 466Ε· οἱ ἁδρότεροι, οἱ [[μᾶλλον]] ἀνεπτυγμένοι κατὰ τὸ [[σῶμα]], οἱ ἰσχυρότεροι, Ἰσοκρ 255C. Παρὰ τοῖς Ἑβδ., οἱ ἁδροὶ [[εἶναι]] οἱ ἄρχοντες, ἡγεμόνες, Βασιλ. Δ΄. ι΄, 6. 2) [[οὕτως]] ἐπὶ ζῴων, [[χοῖρος]], Ξεν. Οἰκ. 17. 10· [[λύκος]], Βαβρ. 101, καὶ παρὰ μεταγεν. Κωμ. συχνὰ ἐπὶ κρέατος, ἐπὶ ἰχθύων, κτλ. Ἀντιφ. ἐν «Ἀκεστρίᾳ» 1, «Ἁλιευομένῃ» 1. 21, Ἄλεξ. ἐν «Παμφίλῃ» 1, κτλ. 3) ἐπὶ καρποῦ ἢ σίτου, = [[καλῶς]] ἀνεπτυγμένος, [[ὥριμος]]: [[ὅκως]] εἴη [[καρπὸς]] ἁδ., Ἡρόδ. 1. 17, πρβλ. Ἀριστ. Μεταφ. 4. 7, 8. 4) ἐπὶ ᾠοῦ, ἕτοιμον πρὸς ἐκκόλαψιν, ὁ αὐτ. Ι. Ζ. 6. 2, 7: - ἡ [[λέξις]] κατὰ πρῶτον ἀπαντᾷ παρ’ Ἡροδ., [[οὐδέποτε]] δὲ παρὰ Τραγ., καὶ [[εἶναι]] [[σπανία]] παρὰ τοῖς ἀρίστοις τῶν Ἀττικῶν συγγραφέων, ἀλλὰ τὰ παράγωγα ἁδρότης, [[ἁδροσύνη]], [[ἁδρύνω]], ἀπαντῶσι παρ’ Ὁμήρ., Ἡσ., Σοφ., καὶ ἄλλ.
|lstext='''ἁδρός''': -ά, -όν, κατὰ τὴν πρώτην σημασίαν φαίνεται ὅμοιον τῷ [[ἀδινός]] (μεθ’ οὗ συσχετίζεται ὡς τὸ κυδρὸς πρὸς τὸ [[κυδνός]]) σημαῖνον [[πυκνός]], [[παχύς]], [[ὀγκώδης]]. Ι. ἐπὶ πραγμάτων: χιόνα ἁδρὴν πίπτουσαν εἶδε, πυκνὴν εἰς νιφάδας, Ἡρόδ. 4. 31: - τῶν ἀνθράκων οἱ ἁδρότατοι, οἱ στερεώτατοι, Ἰππ. 648. 55· - κίονες ἁδ. = μεγάλοι, Διόδ. 3.47· τοὺς ἁδροτάτους τῶν λέμβων, ὁ αὐτ. 20. 85: - [[ἰσχυρός]], [[μέγας]] ὑπὸ πᾶσαν ἔποψιν, ἁδρὸς [[πόλεμος]], Ἀριστοφ. Βάτ. 1099· ῥεύματα, πλήρη, ἐξωγκωμένα, Ἀριστ. Προβλ. 28. 1, 3· ἐπὶ βροχῆς, = ῥαγδαία, ὁ αὐτ. Κόσμ. 4, 6· ἐπὶ [[πυρός]], Πλουτ. Σόλων 1· [[δῆγμα]], Διόδ. 1. 35· δωρεάς τε και τιμὰς ἁδρὰς δοῦναι, = ἀφθόνους, ὁ αὐτ. 19. 86· - ἐπὶ ὕφους, = [[μεγαλοπρεπής]], Λογγῖν. 40, 4. Τὸ ἁδ., = Λατ. ubertas, grandiloquentia, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ ἰσχνόν, Schäf. Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. Ὀνομ. σ. 65. - Ἐπιρρ. συγκρ. [[ἁδροτέρως]] διαιτᾶν, νά τρώγῃ τις χορταστικώτερα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν λεπτὴν δίαιταν, Ἱππ. Ἀφ. 1243· ἁδρ. φαρμακεύειν, [[αὐτόθι]]· ὡσαύτ. οὐδέτ. ὡς ἐπίρρ., ἁδρὸν γελάσαι, = γελάσαι ἠχηρῶς, Ἀντιφῶν ἐν «Λημνίαις» 2. 8. πρβλ. Πολυδ. 4. 9· ἁδρότερον πιεῖν, περισσότερον, ἀφθονώτερον, Δίφιλ. ἐν «Αἱρησιτείχει», 1. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων: [[μέγας]], [[ὡραῖος]], [[εὐτραφής]], ἐπεὰν τὸ [[παιδίον]] ἁδρὸν γένηται, Ἡρόδ. 4. 180· τῷ παιδί, [[ἐπήν]] ἀδρὸς ἔῃ, Ἱππ. 232, 42· - τῶν παίδων ὅσοι ἁδροί, Πλάτ. Πολ. 466Ε· οἱ ἁδρότεροι, οἱ [[μᾶλλον]] ἀνεπτυγμένοι κατὰ τὸ [[σῶμα]], οἱ ἰσχυρότεροι, Ἰσοκρ 255C. Παρὰ τοῖς Ἑβδ., οἱ ἁδροὶ [[εἶναι]] οἱ ἄρχοντες, ἡγεμόνες, Βασιλ. Δ΄. ι΄, 6. 2) [[οὕτως]] ἐπὶ ζῴων, [[χοῖρος]], Ξεν. Οἰκ. 17. 10· [[λύκος]], Βαβρ. 101, καὶ παρὰ μεταγεν. Κωμ. συχνὰ ἐπὶ κρέατος, ἐπὶ ἰχθύων, κτλ. Ἀντιφ. ἐν «Ἀκεστρίᾳ» 1, «Ἁλιευομένῃ» 1. 21, Ἄλεξ. ἐν «Παμφίλῃ» 1, κτλ. 3) ἐπὶ καρποῦ ἢ σίτου, = [[καλῶς]] ἀνεπτυγμένος, [[ὥριμος]]: [[ὅκως]] εἴη [[καρπὸς]] ἁδ., Ἡρόδ. 1. 17, πρβλ. Ἀριστ. Μεταφ. 4. 7, 8. 4) ἐπὶ ᾠοῦ, ἕτοιμον πρὸς ἐκκόλαψιν, ὁ αὐτ. Ι. Ζ. 6. 2, 7: - ἡ [[λέξις]] κατὰ πρῶτον ἀπαντᾷ παρ’ Ἡροδ., [[οὐδέποτε]] δὲ παρὰ Τραγ., καὶ [[εἶναι]] [[σπανία]] παρὰ τοῖς ἀρίστοις τῶν Ἀττικῶν συγγραφέων, ἀλλὰ τὰ παράγωγα ἁδρότης, [[ἁδροσύνη]], [[ἁδρύνω]], ἀπαντῶσι παρ’ Ὁμήρ., Ἡσ., Σοφ., καὶ ἄλλ.
}}
{{bailly
|btext=ά, όν :<br /><b>1</b> abondant, épais, dru;<br /><b>2</b> qui a crû, <i>ou</i> s'est développé fortement, gros, fort.<br />'''Étymologie:''' [[ἅδην]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm