ἄθυμος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0048.png Seite 48]] 1) muthlos, Od. 10, 463 ([[ἅπαξ]] εἰρημ.) Her. 7, 11 u. a.; dah. verdrossen, mißmüthig, Soph. O. R. 319; πρὸς τὴν ἀνάβασιν Xen. An. 1, 4, 9. – 2) Bei Plat. dem [[θυμοειδής]] entgegengesetzt, nicht zornmüthig, Rep. V, 456 a. – Adv. ἀθὐμως διάγειν, muthlos sein, Xen. Cvr. 3, 1, 24; mißmüthig sein, Isocr. 4, 44; ἀθυμοτέρως Arist. H. A. 9, 40; ἀθύμως ἔχειν [[πρός]] τι Xen. Hell. 4, 5, 4; Plut.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0048.png Seite 48]] 1) muthlos, Od. 10, 463 ([[ἅπαξ]] εἰρημ.) Her. 7, 11 u. a.; dah. verdrossen, mißmüthig, Soph. O. R. 319; πρὸς τὴν ἀνάβασιν Xen. An. 1, 4, 9. – 2) Bei Plat. dem [[θυμοειδής]] entgegengesetzt, nicht zornmüthig, Rep. V, 456 a. – Adv. ἀθὐμως διάγειν, muthlos sein, Xen. Cvr. 3, 1, 24; mißmüthig sein, Isocr. 4, 44; ἀθυμοτέρως Arist. H. A. 9, 40; ἀθύμως ἔχειν [[πρός]] τι Xen. Hell. 4, 5, 4; Plut.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />découragé, abattu, mal disposé.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[θυμός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄθῡμος''': -ον, στερούμενος θυμοῦ, θάρρους, ἀμβλὺς τὴν ψυχήν, «χωρὶς καρδιά», [[ἅπαξ]] παρ’ Ὁμ. ἀσκελέες καὶ ἄθ., Ὀδ. Κ. 463· κακὸς καὶ ἄθ., Ἡρόδ. 7. 11· οὐ τοῖς ἀθ. ἡ [[τύχη]] ξυλλαμβάνει, Σοφ. Ἀποσπ. 666· πρβλ. Ο. Τ. 319· ἐπὶ ἐθνῶν, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ [[ἔνθυμος]], Ἀριστ. Πολ. 7. 7, 2· ἄθ. [[εἶναι]] [[πρός]] τι, δὲν ἔχω διάθεσιν, «καρδίαν» δι’ αὐτό, Ξεν. Ἀν. 1. 4, 9· [[οὕτως]]: ἀθύμως ἔχειν [[πρός]] τι, ὁ αὐτ. Ἑλλ. 4. 5, 4· ἀθύμως διάγειν, ὁ αὐτ. Κύρ. 3. 1, 24· ἀθύμως πονεῖν, [[ἐργάζομαι]] [[ἄνευ]] προθυμίας, «χωρὶς καρδιά», ὁ αὐτ. Οἰκ. 21. 5. 2) [[ἄνευ]] θυμοῦ, [[ἤτοι]] ὀργῆς ἢ πάθους, Πλάτ. Πολ. 411Β, Νόμ. 888Α. ΙΙ. ἐνεργ. μὴ ἐπιθαρρυντικὸς ἢ [[εὐχάριστος]], ὁδοὺς ἀθύμους, Αἰσχύλ. Εὐμ. 770 (ἐὰν ὁ [[στίχος]] [[εἶναι]] [[γνήσιος]]).
|lstext='''ἄθῡμος''': -ον, στερούμενος θυμοῦ, θάρρους, ἀμβλὺς τὴν ψυχήν, «χωρὶς καρδιά», [[ἅπαξ]] παρ’ Ὁμ. ἀσκελέες καὶ ἄθ., Ὀδ. Κ. 463· κακὸς καὶ ἄθ., Ἡρόδ. 7. 11· οὐ τοῖς ἀθ. ἡ [[τύχη]] ξυλλαμβάνει, Σοφ. Ἀποσπ. 666· πρβλ. Ο. Τ. 319· ἐπὶ ἐθνῶν, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ [[ἔνθυμος]], Ἀριστ. Πολ. 7. 7, 2· ἄθ. [[εἶναι]] [[πρός]] τι, δὲν ἔχω διάθεσιν, «καρδίαν» δι’ αὐτό, Ξεν. Ἀν. 1. 4, 9· [[οὕτως]]: ἀθύμως ἔχειν [[πρός]] τι, ὁ αὐτ. Ἑλλ. 4. 5, 4· ἀθύμως διάγειν, ὁ αὐτ. Κύρ. 3. 1, 24· ἀθύμως πονεῖν, [[ἐργάζομαι]] [[ἄνευ]] προθυμίας, «χωρὶς καρδιά», ὁ αὐτ. Οἰκ. 21. 5. 2) [[ἄνευ]] θυμοῦ, [[ἤτοι]] ὀργῆς ἢ πάθους, Πλάτ. Πολ. 411Β, Νόμ. 888Α. ΙΙ. ἐνεργ. μὴ ἐπιθαρρυντικὸς ἢ [[εὐχάριστος]], ὁδοὺς ἀθύμους, Αἰσχύλ. Εὐμ. 770 (ἐὰν ὁ [[στίχος]] [[εἶναι]] [[γνήσιος]]).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />découragé, abattu, mal disposé.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[θυμός]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm