ἀτερπής: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0385.png Seite 385]] ές, 1) unerfreulich, traurig, [[λιμός]] Il. 19, 354; [[χῶρος]] Od. 11, 94, u. öfter; [[πέτρα]] Aesch. Prom. 31; λόγοι Eur. El. 293; ἐς ἀκρόασιν, fürs Gehör, Thuc. 1, 22; θεᾶσθαι Xen. Oec. 8, 3. – 2) sich einer Sache nicht freuend, κράτους Aesch. Suppl. 668.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0385.png Seite 385]] ές, 1) unerfreulich, traurig, [[λιμός]] Il. 19, 354; [[χῶρος]] Od. 11, 94, u. öfter; [[πέτρα]] Aesch. Prom. 31; λόγοι Eur. El. 293; ἐς ἀκρόασιν, fürs Gehör, Thuc. 1, 22; θεᾶσθαι Xen. Oec. 8, 3. – 2) sich einer Sache nicht freuend, κράτους Aesch. Suppl. 668.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> non réjouissant, triste, funeste;<br /><b>2</b> qui ne se réjouit pas de, <i>gén;<br />Cp.</i> ἀτερπέστερος, <i>Sp.</i> ἀτερπέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[τέρπω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀτερπής''': -ές, ὁ μὴ παρέχων τέρψιν, [[λιμός]], Ἰλ. Τ. 354· περὶ τοῦ [[κάτω]] κόσμου, νέκυας καὶ ἀτερπέα χῶρον Ὀδ. Λ. 94, κτλ.· πέτρῃς πρὸς μεγάλῃσι βαλὸν καὶ ἀτερπέϊ χώρῳ Η. 279· πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 31, Σιμων. 44. 6· οὕτω, λόγοι Εὐρ. Ἠλ. 293· [[γῆρας]] Μόσχ. 4. 114· ἀτερπέστερον εἰς ἀκρόασιν, ἧττον τερπνὸν εἰς τὸ οὖς, Θουκ. 1. 22. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ αἰσθανόμενος ἀπόλαυσιν ἐκ πράγματός τινος, ὁ μὴ τερπόμενος ἐξ [[αὐτοῦ]], μετὰ γεν., κράτους Αἰσχύλ. Ἱκ. 685.
|lstext='''ἀτερπής''': -ές, ὁ μὴ παρέχων τέρψιν, [[λιμός]], Ἰλ. Τ. 354· περὶ τοῦ [[κάτω]] κόσμου, νέκυας καὶ ἀτερπέα χῶρον Ὀδ. Λ. 94, κτλ.· πέτρῃς πρὸς μεγάλῃσι βαλὸν καὶ ἀτερπέϊ χώρῳ Η. 279· πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 31, Σιμων. 44. 6· οὕτω, λόγοι Εὐρ. Ἠλ. 293· [[γῆρας]] Μόσχ. 4. 114· ἀτερπέστερον εἰς ἀκρόασιν, ἧττον τερπνὸν εἰς τὸ οὖς, Θουκ. 1. 22. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ αἰσθανόμενος ἀπόλαυσιν ἐκ πράγματός τινος, ὁ μὴ τερπόμενος ἐξ [[αὐτοῦ]], μετὰ γεν., κράτους Αἰσχύλ. Ἱκ. 685.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> non réjouissant, triste, funeste;<br /><b>2</b> qui ne se réjouit pas de, <i>gén;<br />Cp.</i> ἀτερπέστερος, <i>Sp.</i> ἀτερπέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[τέρπω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth