3,273,804
edits
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0780.png Seite 780]] ές, ausgespannt, bes. angespannt, thätig, diensteifrig; φίλοι Aesch. Suppl. 961; Pol. 22, 5, 4; N. T.; was aushält, reichlich, ibd.; neben [[δαψιλής]], dem [[φειδωλός]] entgeggstzt, Poll. 3, 118. – Adv. ἐκτενῶς, angespannt, heftig; ἀγαπώμενος Mach. bei Ath. XIII, 579 e; [[νοσηλεύω]] Her. vit. Hom. 7; N. T.; dienstfertig, freundlich, καὶ φιλανθρώπως ἐκδέχεσθαι Pol. 8, 21; reichlich, ζῆν πολυτελῶς καὶ ἐκτενέστερον Agatharch. Ath. XII, 527 c. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0780.png Seite 780]] ές, ausgespannt, bes. angespannt, thätig, diensteifrig; φίλοι Aesch. Suppl. 961; Pol. 22, 5, 4; N. T.; was aushält, reichlich, ibd.; neben [[δαψιλής]], dem [[φειδωλός]] entgeggstzt, Poll. 3, 118. – Adv. ἐκτενῶς, angespannt, heftig; ἀγαπώμενος Mach. bei Ath. XIII, 579 e; [[νοσηλεύω]] Her. vit. Hom. 7; N. T.; dienstfertig, freundlich, καὶ φιλανθρώπως ἐκδέχεσθαι Pol. 8, 21; reichlich, ζῆν πολυτελῶς καὶ ἐκτενέστερον Agatharch. Ath. XII, 527 c. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />attentif, assidu, empressé ; <i>en parl. de ch. (vœu, prière, etc.)</i> pressant, véhément.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκτείνω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκτενής''': -ές, ἐκτεταμένος, τεντωμένος, [[ἐντεῦθεν]] ἐπὶ ἀνθρώπων, ἐνθέρμως ἀγαπώντων, [[φιλικός]], [[φιλόφρων]], Λατ. prolixus, Πολύβ. 22. 5, 4, πρβλ. Διοδ. Ἐκλογ. 600. 75· - ἐπὶ πράξεων, [[διηνεκής]], [[ἀκατάπαυστος]] καὶ [[ἔνθερμος]], προσευχὴ δὲ ἦν ἐκτενὴς ὑπὸ τῆς ἐκκλησίας πρὸς τὸν θεὸν Πράξ. Ἀπ. ιβ΄, 5. ΙΙ. Ἐπίρρ. -νῶς, ἐνθέρμως μετὰ ζήλου καὶ προθυμίας, ἀγαπᾶσθαι Μάχων παρ’ Ἀθην. 570Ε· ποιεῖν τι Ἀριστ. Ἠθικ. Μεγ. 2. 11, 28· ἀγωνίζεσθαι Συλλογ. Ἐπιγρ. 2270. 15· ὑπερθ. ἐκτενέστατα, Διοδ. Ἐκλογ. 620. 11. 2) ἐν τῷ ἐπιρρ. [[ὡσαύτως]], προθύμως, ἐλευθέρως, λαμπρῶς, προσδέξασθαί τινα Πολύβ. 8. 21, 1, πρβλ. Διόδ. 2. 24, κτλ.· ἐπὶ δημοσίων καθηκόντων, λαμπρῶς καὶ ἐκτ. τετελεκότα Συλλογ. Ἐπιγρ. 2771. 11, 14· συγκριτικ., πολυτελῶς καὶ ἐκτενέστερον τῶν ἄλλων Ἀγαθαρχ. παρ’ Ἀθην. 527C· [[λέξις]] μεταγεν., [[ὥστε]] τὸ ἐκτενεῖς φίλους ἐν Αἰσχύλ. Ἱκ. 983 [[εἶναι]] [[λίαν]] ἀμφίβολον, ὁ δὲ Heath προτείνει ἐγγενεῖς. | |lstext='''ἐκτενής''': -ές, ἐκτεταμένος, τεντωμένος, [[ἐντεῦθεν]] ἐπὶ ἀνθρώπων, ἐνθέρμως ἀγαπώντων, [[φιλικός]], [[φιλόφρων]], Λατ. prolixus, Πολύβ. 22. 5, 4, πρβλ. Διοδ. Ἐκλογ. 600. 75· - ἐπὶ πράξεων, [[διηνεκής]], [[ἀκατάπαυστος]] καὶ [[ἔνθερμος]], προσευχὴ δὲ ἦν ἐκτενὴς ὑπὸ τῆς ἐκκλησίας πρὸς τὸν θεὸν Πράξ. Ἀπ. ιβ΄, 5. ΙΙ. Ἐπίρρ. -νῶς, ἐνθέρμως μετὰ ζήλου καὶ προθυμίας, ἀγαπᾶσθαι Μάχων παρ’ Ἀθην. 570Ε· ποιεῖν τι Ἀριστ. Ἠθικ. Μεγ. 2. 11, 28· ἀγωνίζεσθαι Συλλογ. Ἐπιγρ. 2270. 15· ὑπερθ. ἐκτενέστατα, Διοδ. Ἐκλογ. 620. 11. 2) ἐν τῷ ἐπιρρ. [[ὡσαύτως]], προθύμως, ἐλευθέρως, λαμπρῶς, προσδέξασθαί τινα Πολύβ. 8. 21, 1, πρβλ. Διόδ. 2. 24, κτλ.· ἐπὶ δημοσίων καθηκόντων, λαμπρῶς καὶ ἐκτ. τετελεκότα Συλλογ. Ἐπιγρ. 2771. 11, 14· συγκριτικ., πολυτελῶς καὶ ἐκτενέστερον τῶν ἄλλων Ἀγαθαρχ. παρ’ Ἀθην. 527C· [[λέξις]] μεταγεν., [[ὥστε]] τὸ ἐκτενεῖς φίλους ἐν Αἰσχύλ. Ἱκ. 983 [[εἶναι]] [[λίαν]] ἀμφίβολον, ὁ δὲ Heath προτείνει ἐγγενεῖς. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR |