ἐνδέω: Difference between revisions

No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0833.png Seite 833]] (s. δέω, δεῖ), dürftig, mangelhaft sein, er mangeln; ὅσον ἐνδέουσιν αἱ εἰκόνες ταὐτὰ ἔχει; ἐκείνοις, ὧν εἰκόνες εἰσίν, wie viel fehlt ihnen daß sie, Plat. Crat. 432 d; τὴν μουσικὴν ἔφαμει ἐνδεῖν καθαρότητος Phil. 62 c. Ggstz περιεῖναι Rep. III, 416 e; τίνος ἐνδέομεν μὴ οὐ χωρεῖ; Eur. Tr. 792, was fehlt uns noch? ἐνδεῖν τι τῷ ἔργῳ φησί Luc. Tyrann. 10; auch impers., es fehl Einem an Etwas, τινί τινος, z. B. τοῦ ἴσου ἡμῖ; ἐνδεῖ Plat. Euthyd. 292 e; πολλῶν ἐνέδει αὐτῷ Xen. An. 7, 1, 41; Folgde. Stärker als [[προσδεῖ]] Dem. 1, 19; τί ὑμῖν ὑπάρχει ἢ τίνος ἐνδεῖ Xen. Cyr. 4, 3, 8. – Med., entbehren, Mange leiden; δριμύτητος Plat. Polit. 311 a; στρωμά των ἐνδεηθέντες Xen. Cyr. 6, 2, 30; die Folgdn absol., Plut. Arist. 25; auch von Sachen, [[οἶκος]] ἐν [[δεόμενος]] οἰκετῶν Xen. Cyr. 2, 2, 26. (s. δέω), ein-, anbinden, festbinden, woran Od. 5, 260; übertr., Ζεὺς ἐνέδησέ με ἄτῃ, Z. fesselte mich an das Unheil, daß ich nicht wieder davon loskommen konnte, Il. 2, 111. 9, 18, wie Soph. O. C. 530; ähnl. ἀναγκαίῃ ἐνδεῖν Her. 1, 11; pass. 9, 16; auch ὁρκίοις ἐνδεδέσθαι, 3, 19; bei Eur auch im med., ὅρκοις ἐνδησαμένα πόσιν Med 162, an sich fesseln; μοχλοῖσιν ἐνδήσαντες Ar. Vesp. 113; τὸν τοῦ Κύρου δασμὸν εἰς τὸν νόμον Plat. Legg. III, 695 d; ψυχῆς περιόδους ἐς [[σῶμα]] Tim. 43 a, vgl. Phaed. 81 e; ἐν τῷ σώματι ἐνδεθῆναι 92 a; Folgde; ἐνδεδεμένος τῇ χάριτί τινος, Jemand zu Dank verpflichtet, Pol. 20, 11, 10; εἰς τὴν πίστιν 6, 17, 8; εἰς πολλὰ συναλλάγματα, verschuldet, 13, 1, 3. Auch ἐνδέδεμαι μανίαις, Ep. ad. 10 (XII, 88), von rasender Liebe – ἐνδεδεμένοι ἀστέρες, Fixsterne, Arist. coel. 28. – Im med., Eur. u. A.; συκοφάντην ἔξαγε [[ὥσπερ]] [[κέραμον]] ἐνδησάμενος Ar. Ach. 905; δε σμῷ Theocr. 24, 27; Sp.; ἃς (νήσους) ἐνδέδετα Αἰγαῖον [[ὕδωρ]] Archimel. 1 (App. 15); πλίνθους εἰς ἄσφαλτον D. Sic. 2, 7.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0833.png Seite 833]] (s. δέω, δεῖ), dürftig, mangelhaft sein, er mangeln; ὅσον ἐνδέουσιν αἱ εἰκόνες ταὐτὰ ἔχει; ἐκείνοις, ὧν εἰκόνες εἰσίν, wie viel fehlt ihnen daß sie, Plat. Crat. 432 d; τὴν μουσικὴν ἔφαμει ἐνδεῖν καθαρότητος Phil. 62 c. Ggstz περιεῖναι Rep. III, 416 e; τίνος ἐνδέομεν μὴ οὐ χωρεῖ; Eur. Tr. 792, was fehlt uns noch? ἐνδεῖν τι τῷ ἔργῳ φησί Luc. Tyrann. 10; auch impers., es fehl Einem an Etwas, τινί τινος, z. B. τοῦ ἴσου ἡμῖ; ἐνδεῖ Plat. Euthyd. 292 e; πολλῶν ἐνέδει αὐτῷ Xen. An. 7, 1, 41; Folgde. Stärker als [[προσδεῖ]] Dem. 1, 19; τί ὑμῖν ὑπάρχει ἢ τίνος ἐνδεῖ Xen. Cyr. 4, 3, 8. – Med., entbehren, Mange leiden; δριμύτητος Plat. Polit. 311 a; στρωμά των ἐνδεηθέντες Xen. Cyr. 6, 2, 30; die Folgdn absol., Plut. Arist. 25; auch von Sachen, [[οἶκος]] ἐν [[δεόμενος]] οἰκετῶν Xen. Cyr. 2, 2, 26. (s. δέω), ein-, anbinden, festbinden, woran Od. 5, 260; übertr., Ζεὺς ἐνέδησέ με ἄτῃ, Z. fesselte mich an das Unheil, daß ich nicht wieder davon loskommen konnte, Il. 2, 111. 9, 18, wie Soph. O. C. 530; ähnl. ἀναγκαίῃ ἐνδεῖν Her. 1, 11; pass. 9, 16; auch ὁρκίοις ἐνδεδέσθαι, 3, 19; bei Eur auch im med., ὅρκοις ἐνδησαμένα πόσιν Med 162, an sich fesseln; μοχλοῖσιν ἐνδήσαντες Ar. Vesp. 113; τὸν τοῦ Κύρου δασμὸν εἰς τὸν νόμον Plat. Legg. III, 695 d; ψυχῆς περιόδους ἐς [[σῶμα]] Tim. 43 a, vgl. Phaed. 81 e; ἐν τῷ σώματι ἐνδεθῆναι 92 a; Folgde; ἐνδεδεμένος τῇ χάριτί τινος, Jemand zu Dank verpflichtet, Pol. 20, 11, 10; εἰς τὴν πίστιν 6, 17, 8; εἰς πολλὰ συναλλάγματα, verschuldet, 13, 1, 3. Auch ἐνδέδεμαι μανίαις, Ep. ad. 10 (XII, 88), von rasender Liebe – ἐνδεδεμένοι ἀστέρες, Fixsterne, Arist. coel. 28. – Im med., Eur. u. A.; συκοφάντην ἔξαγε [[ὥσπερ]] [[κέραμον]] ἐνδησάμενος Ar. Ach. 905; δε σμῷ Theocr. 24, 27; Sp.; ἃς (νήσους) ἐνδέδετα Αἰγαῖον [[ὕδωρ]] Archimel. 1 (App. 15); πλίνθους εἰς ἄσφαλτον D. Sic. 2, 7.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>-ῶ :<br /><i>f.</i> ἐνδήσω;<br />attacher dans, lier dans <i>ou</i> à : [[τι]] ἔν τινι, [[τί]] τινι attacher une chose à une autre ; <i>fig.</i> τινι, [[εἴς]] [[τι]], ἔν τινι lier, attacher, assujettir à qch (à une nécessité, à des lois, à un serment, <i>etc.</i>) ; <i>Pass.</i> ἐνδεδέσθαι ὁρκίοις HDT être lié par des serments;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[ἐνδέομαι]], [[ἐνδοῦμαι]];<br /><b>1</b> enfermer dans un lien, attacher ; assujettir, fixer solidement;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> attacher à soi.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[δέω]]¹.<br /><span class="bld">2</span><i>f.</i> ἐνδεήσω;<br /><b>1</b> manquer, être en moins;<br /><b>2</b> avoir besoin, manquer de, gén. ; • <i>impers.</i> [[ἐνδεῖ]] besoin est, on a besoin, il y a insuffisance de, on manque de, gén. : πολλῶν ἐνέδει [[αὐτῷ]] XÉN il manquait de beaucoup de choses;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐνδέομαι (<i>f.</i> ἐνδεήσομαι, <i>ao.</i> ἐνεδεήθην) manquer de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[δέω]]².
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐνδέω''': (Α): μέλλ. -δήσω, δένω τι ἔν τινι ἢ ἐπί τινος, ἐν δ᾿ ὑπέρας τε κάλους τε πόδας τ᾿ ἐνέδησεν ἐν αὐτῇ Ὀδ. Ε. 260 εἴς τι Πλάτ. Τίμ. 43Α· συχνότερ., τί τινι Ἀριστοφ. Ἀχ. 929, κτλ.· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ., ἐνεδήσατο δεσμῷ Θεόκρ. 24. 27· συκοφάντην ἔξαγε [[ὥσπερ]] κέραμον ἐνδησάμενος, περιδέσας, ἐντυλίξας, περικαλύψας, Ἀριστ. Ἀχ. 905. - Παθ., ἱρὰ ἐνδεδεμένα ἐν καλάμῃ Ἡρόδ. 4. 33· ἐνδεθῆναι εἰς [[σῶμα]] ἢ ἐν τῷ σώματι Πλάτ. Φαίδ. 81Ε, 92Α· ἐνδεδεμένα ἄστρα, ἀπλανεῖς ἀστέρες, Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 8, 7. ΙΙ. μεταφ., Ζεύς με... ἄτῃ ἐνέδησε βαρείῃ, μὲ περιέπλεξεν εἰς βαρεῖαν ἄτην, Ἰλ. Β. 111, Ι. 18· τὸ [[χωρίον]] τοῦτο τοῦ Ὁμήρου ἐμιμήθη ὁ Σοφοκλῆς ἐν Οἰδ. ἐπὶ Κολωνῷ (526): κακᾷ μ᾿ εὐνᾷ [[πόλις]] οὐδὲν ἴδριν γάμων ἐνέδησεν ἄτᾳ· [[οὕτως]], ἀναγκαίῃ ἐνδεῖν τινα Ἡρόδ. 1. 11. - Παθ., ἐνδεδέσθαι ὁρκίοις ὁ αὐτ. 3. 19· ἀναγκαίῃ ὁ αὐτὸς 9. 16· ἐνδεδεμένος εἰς πίστιν τινί, χάριτί τινος Πολύβ. 6. 17, 8., 20. 11, 10· κατὰ τὰς οὐσίας ἐνδεδεμένους εἰς πολλὰ τῶν βιωτικῶν συναλλαγμάτων, χρεωμένους, ὁ αὐτὸς 13. 1, 3· νομίσας βεβαίως ἐνδεδέσθαι τὴν Σικελιωτῶν [[ἀρχήν]], ὅτι ἦτο ἐξησφαλισμένη, ὁ αὐτὸς 9. 23, 2: - Μέσ., ὅρκοις ἐνδησαμένα τὸν κατάρατον πόσιν, συνδέσασα αὐτὸν πρὸς ἐμὲ δι᾿ ὅρκων, Εὐρ. Μήδ. 163· Ἴβηρας εἰς τὴν αὐτῶν πίστιν καὶ φιλίαν ἐνεδήσατο Πολύβ. 10. 34, 1.
|lstext='''ἐνδέω''': (Α): μέλλ. -δήσω, δένω τι ἔν τινι ἢ ἐπί τινος, ἐν δ᾿ ὑπέρας τε κάλους τε πόδας τ᾿ ἐνέδησεν ἐν αὐτῇ Ὀδ. Ε. 260 εἴς τι Πλάτ. Τίμ. 43Α· συχνότερ., τί τινι Ἀριστοφ. Ἀχ. 929, κτλ.· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ., ἐνεδήσατο δεσμῷ Θεόκρ. 24. 27· συκοφάντην ἔξαγε [[ὥσπερ]] κέραμον ἐνδησάμενος, περιδέσας, ἐντυλίξας, περικαλύψας, Ἀριστ. Ἀχ. 905. - Παθ., ἱρὰ ἐνδεδεμένα ἐν καλάμῃ Ἡρόδ. 4. 33· ἐνδεθῆναι εἰς [[σῶμα]] ἢ ἐν τῷ σώματι Πλάτ. Φαίδ. 81Ε, 92Α· ἐνδεδεμένα ἄστρα, ἀπλανεῖς ἀστέρες, Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 8, 7. ΙΙ. μεταφ., Ζεύς με... ἄτῃ ἐνέδησε βαρείῃ, μὲ περιέπλεξεν εἰς βαρεῖαν ἄτην, Ἰλ. Β. 111, Ι. 18· τὸ [[χωρίον]] τοῦτο τοῦ Ὁμήρου ἐμιμήθη ὁ Σοφοκλῆς ἐν Οἰδ. ἐπὶ Κολωνῷ (526): κακᾷ μ᾿ εὐνᾷ [[πόλις]] οὐδὲν ἴδριν γάμων ἐνέδησεν ἄτᾳ· [[οὕτως]], ἀναγκαίῃ ἐνδεῖν τινα Ἡρόδ. 1. 11. - Παθ., ἐνδεδέσθαι ὁρκίοις ὁ αὐτ. 3. 19· ἀναγκαίῃ ὁ αὐτὸς 9. 16· ἐνδεδεμένος εἰς πίστιν τινί, χάριτί τινος Πολύβ. 6. 17, 8., 20. 11, 10· κατὰ τὰς οὐσίας ἐνδεδεμένους εἰς πολλὰ τῶν βιωτικῶν συναλλαγμάτων, χρεωμένους, ὁ αὐτὸς 13. 1, 3· νομίσας βεβαίως ἐνδεδέσθαι τὴν Σικελιωτῶν [[ἀρχήν]], ὅτι ἦτο ἐξησφαλισμένη, ὁ αὐτὸς 9. 23, 2: - Μέσ., ὅρκοις ἐνδησαμένα τὸν κατάρατον πόσιν, συνδέσασα αὐτὸν πρὸς ἐμὲ δι᾿ ὅρκων, Εὐρ. Μήδ. 163· Ἴβηρας εἰς τὴν αὐτῶν πίστιν καὶ φιλίαν ἐνεδήσατο Πολύβ. 10. 34, 1.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>-ῶ :<br /><i>f.</i> ἐνδήσω;<br />attacher dans, lier dans <i>ou</i> à : [[τι]] ἔν τινι, [[τί]] τινι attacher une chose à une autre ; <i>fig.</i> τινι, [[εἴς]] [[τι]], ἔν τινι lier, attacher, assujettir à qch (à une nécessité, à des lois, à un serment, <i>etc.</i>) ; <i>Pass.</i> ἐνδεδέσθαι ὁρκίοις HDT être lié par des serments;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[ἐνδέομαι]], [[ἐνδοῦμαι]];<br /><b>1</b> enfermer dans un lien, attacher ; assujettir, fixer solidement;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> attacher à soi.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[δέω]]¹.<br /><span class="bld">2</span><i>f.</i> ἐνδεήσω;<br /><b>1</b> manquer, être en moins;<br /><b>2</b> avoir besoin, manquer de, gén. ; • <i>impers.</i> [[ἐνδεῖ]] besoin est, on a besoin, il y a insuffisance de, on manque de, gén. : πολλῶν ἐνέδει [[αὐτῷ]] XÉN il manquait de beaucoup de choses;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐνδέομαι (<i>f.</i> ἐνδεήσομαι, <i>ao.</i> ἐνεδεήθην) manquer de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[δέω]]².
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth