ἐξαίφνης: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0865.png Seite 865]] adv., plötzlich, unvermuthet; Il. 21, 14; Pind. Ol. 9, 56; Aesch. Prom. 1079; Soph. oft; οὐ ῥᾴδιόν ἐστιν [[οὕτως]] [[ἐξαίφνης]] πεισθῆναι Plat. Crat. 391 a; c. partic., ἄν τι δόξειεν ἀκούσαντι [[ἐξαίφνης]], sobald er gehört hatte, ib. 396 b, vgl. Gorg. 523 e u. Aesch. 3, 59; ἡ [[ἐξαίφνης]] [[φύσις]] Plat. Parm. 156 d. S. auch [[ἐξαπίνης]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0865.png Seite 865]] adv., plötzlich, unvermuthet; Il. 21, 14; Pind. Ol. 9, 56; Aesch. Prom. 1079; Soph. oft; οὐ ῥᾴδιόν ἐστιν [[οὕτως]] [[ἐξαίφνης]] πεισθῆναι Plat. Crat. 391 a; c. partic., ἄν τι δόξειεν ἀκούσαντι [[ἐξαίφνης]], sobald er gehört hatte, ib. 396 b, vgl. Gorg. 523 e u. Aesch. 3, 59; ἡ [[ἐξαίφνης]] [[φύσις]] Plat. Parm. 156 d. S. auch [[ἐξαπίνης]].
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />tout à coup, subitement, brusquement.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[αἴφνης]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξαίφνης''': ([[ἄφνω]]) Ἐπίρρ., αἰφνιδίως, Ἰλ. Ρ. 738, Φ. 14, Πίνδ. Ο. 9. 78, Αἰσχύλ. Πρ. 1077, Σοφ. Ο. Κ. 1610, κλ.· μετὰ μετοχ., ψυχὴν θεωρεῖν ἐξ. ἀποθανόντος ἑκάστου, ὡς τὸ Λατ. statim ut, εὐθὺς [[ὅταν]] ἀποθάνῃ, Πλάτ. Γοργ. 523Ε· ἀκούσαντι ἐξ., εὐθὺς ὡς ἤκουσε, ὁ αὐτ. Κρατ. 396Β· [[ὡσαύτως]] μετὰ τοῦ ἄρθρου, τό γ’ ἐξ. Δημ. 278. 10· - [[ἀλλά]], τὸ [[ἐξαίφνης]], στιγμὴ μεταξὺ δύο χρονικῶν σημείων, διακοπὴ τῆς χρονικῆς συνεχείας, Πλάτ. Παρμ. 156D, πρβλ. Ἀριστ. Φυσ. 4. 13, 7. Πρβλ. [[ἐξαπίνης]].
|lstext='''ἐξαίφνης''': ([[ἄφνω]]) Ἐπίρρ., αἰφνιδίως, Ἰλ. Ρ. 738, Φ. 14, Πίνδ. Ο. 9. 78, Αἰσχύλ. Πρ. 1077, Σοφ. Ο. Κ. 1610, κλ.· μετὰ μετοχ., ψυχὴν θεωρεῖν ἐξ. ἀποθανόντος ἑκάστου, ὡς τὸ Λατ. statim ut, εὐθὺς [[ὅταν]] ἀποθάνῃ, Πλάτ. Γοργ. 523Ε· ἀκούσαντι ἐξ., εὐθὺς ὡς ἤκουσε, ὁ αὐτ. Κρατ. 396Β· [[ὡσαύτως]] μετὰ τοῦ ἄρθρου, τό γ’ ἐξ. Δημ. 278. 10· - [[ἀλλά]], τὸ [[ἐξαίφνης]], στιγμὴ μεταξὺ δύο χρονικῶν σημείων, διακοπὴ τῆς χρονικῆς συνεχείας, Πλάτ. Παρμ. 156D, πρβλ. Ἀριστ. Φυσ. 4. 13, 7. Πρβλ. [[ἐξαπίνης]].
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />tout à coup, subitement, brusquement.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[αἴφνης]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth