ἐναγίζω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0824.png Seite 824]] Todtenopfer bringen, Her. 1, 167, τινί; die jährlich auf dem Grabe dargebracht wurden; Plut. Arist. 21; Is. 2, 46. 6, 51; auch = den Heroen opfern, Her. 2, 44, nicht = den Göttern opfern (θύειν), vgl. Plut. Her. malign. 13 u. Schol. Ap. Rh. 1, 587; auch βοῦν, [[ταῦτα]] οὐκ ἄρνας, Plut. Sol. 21 Cat. mai. 15; ἀποπυρίδας Clearch. Ath. VIII, 344 c.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0824.png Seite 824]] Todtenopfer bringen, Her. 1, 167, τινί; die jährlich auf dem Grabe dargebracht wurden; Plut. Arist. 21; Is. 2, 46. 6, 51; auch = den Heroen opfern, Her. 2, 44, nicht = den Göttern opfern (θύειν), vgl. Plut. Her. malign. 13 u. Schol. Ap. Rh. 1, 587; auch βοῦν, [[ταῦτα]] οὐκ ἄρνας, Plut. Sol. 21 Cat. mai. 15; ἀποπυρίδας Clearch. Ath. VIII, 344 c.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> ἐνήγιζον;<br />sacrifier à un mort <i>ou</i> à un demi-dieu.<br />'''Étymologie:''' [[ἐναγής]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐναγίζω''': [[προσφέρω]] θυσίας εἰς τοὺς νεκροὺς ἢ εἰς τὰς [[σκιάς]], ἀντίθετον τῷ θύω ([[ὅπερ]] ἐννοεῖ θυσίαν εἰς τοὺς θεούς, Λατ. parentare, τινὶ Ἡρόδ. 1. 167· ἐναγ. τινὶ ὡς ἥρωϊ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ θύειν τινὶ ὡς θεῷ, ὁ αὐτ. 2. 44· ὁ [[πολέμαρχος]] θύει μὲν Ἀρτέμιδι.., καὶ τοῖς περὶ Ἁρμόδιον ἐναγίζει Ἀριστ. Ἀποσπ. 387, πρβλ. Ἰσαῖον 61. 21., 62. 40., 66. 25, Πλούτ. 2. 857D, Wess. Διόδ. 1. 224, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 587· μετ’ αἰτ. πράγμ., ἐναγίζειν ἀποπυρίδας τινὶ Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 344C· κριὸν Πλουτ. Θησ. 4, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἐναγίζειν· τὸ χοὰς ἐπιφέρειν, ἢ θύειν τοῖς κατοιχομένοις, ἢ διὰ πυρὸς (δαπανᾶν), ἢ φονεύειν, [[ἄγος]] γὰρ τὸ [[μίασμα]]».
|lstext='''ἐναγίζω''': [[προσφέρω]] θυσίας εἰς τοὺς νεκροὺς ἢ εἰς τὰς [[σκιάς]], ἀντίθετον τῷ θύω ([[ὅπερ]] ἐννοεῖ θυσίαν εἰς τοὺς θεούς, Λατ. parentare, τινὶ Ἡρόδ. 1. 167· ἐναγ. τινὶ ὡς ἥρωϊ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ θύειν τινὶ ὡς θεῷ, ὁ αὐτ. 2. 44· ὁ [[πολέμαρχος]] θύει μὲν Ἀρτέμιδι.., καὶ τοῖς περὶ Ἁρμόδιον ἐναγίζει Ἀριστ. Ἀποσπ. 387, πρβλ. Ἰσαῖον 61. 21., 62. 40., 66. 25, Πλούτ. 2. 857D, Wess. Διόδ. 1. 224, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 587· μετ’ αἰτ. πράγμ., ἐναγίζειν ἀποπυρίδας τινὶ Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 344C· κριὸν Πλουτ. Θησ. 4, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἐναγίζειν· τὸ χοὰς ἐπιφέρειν, ἢ θύειν τοῖς κατοιχομένοις, ἢ διὰ πυρὸς (δαπανᾶν), ἢ φονεύειν, [[ἄγος]] γὰρ τὸ [[μίασμα]]».
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> ἐνήγιζον;<br />sacrifier à un mort <i>ou</i> à un demi-dieu.<br />'''Étymologie:''' [[ἐναγής]].
}}
}}
{{grml
{{grml