ἐπιβάθρα: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0927.png Seite 927]] ἡ, Leiter, die man anlegt, um hinaufzusteigen, z. B. Schiffsleiter, D. Sic. 12, 62 u. A.; vgl. [[ἀποβάθρα]]; Sturmleiter, Arr. An. 4, 27, 1; Fallbrücke, Ios. u. A. – Übertr., Zuweg, Zugang, πάσας ἀφαιρούμενοι τὰς ἐπιβάθρας Ῥωμαίων Pol. 3, 24, 14, vgl. 16, 29, 1; [[Ἀθῆναι]] ἐπιβ. τῆς Ἑλλάδος Plut. Demetr. 8; a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0927.png Seite 927]] ἡ, Leiter, die man anlegt, um hinaufzusteigen, z. B. Schiffsleiter, D. Sic. 12, 62 u. A.; vgl. [[ἀποβάθρα]]; Sturmleiter, Arr. An. 4, 27, 1; Fallbrücke, Ios. u. A. – Übertr., Zuweg, Zugang, πάσας ἀφαιρούμενοι τὰς ἐπιβάθρας Ῥωμαίων Pol. 3, 24, 14, vgl. 16, 29, 1; [[Ἀθῆναι]] ἐπιβ. τῆς Ἑλλάδος Plut. Demetr. 8; a. Sp.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> pont-volant;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> moyen d’accès : τινος vers qqn <i>ou</i> qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιβαίνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιβάθρᾱ''': ἡ, [[μεγάλη]] κλῖμαξ, ἣν κατὰ ἐφόδους πρὸς ἅλωσιν πόλεως προσῆγον εἰς τὰ τείχη καὶ δι’ αὐτῆς ἀνέβαινον ἐπ’ αὐτῶν, [[ἐπιβατήριος]] [[μηχανή]], [[γέφυρα]] πολιορκητική, ἄλλη [[ἐπιβάθρα]] αὐτῷ προσήγετο πρὸς τὸ [[τεῖχος]] Ἀρρ. Ἀν. 4. 27, 1· κλῖμαξ πλοίου, Διόδ. 12. 62, πρβλ. Spanh. Καλλ. εἰς Δῆλ. 22. 2) [[μέρος]] ἢ [[μέσον]] πρὸς ἐπίβασιν, Πολύβ. 3. 24, 14., 16. 29, 2· ἐδόκει [[πλεῖν]] ἐπὶ τὰς Ἀθήνας... ἐπιβάθραν τῆς Ἑλλάδος οὖσαν Πλουτ. Δημ. 8, Κλήμ. Ἀλ. 157· μεταφ., [[πρόφασις]], ἐπιβάθραν τοῖς παρανομεῖν βουλησομένοις Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 11. 8, 2.
|lstext='''ἐπιβάθρᾱ''': ἡ, [[μεγάλη]] κλῖμαξ, ἣν κατὰ ἐφόδους πρὸς ἅλωσιν πόλεως προσῆγον εἰς τὰ τείχη καὶ δι’ αὐτῆς ἀνέβαινον ἐπ’ αὐτῶν, [[ἐπιβατήριος]] [[μηχανή]], [[γέφυρα]] πολιορκητική, ἄλλη [[ἐπιβάθρα]] αὐτῷ προσήγετο πρὸς τὸ [[τεῖχος]] Ἀρρ. Ἀν. 4. 27, 1· κλῖμαξ πλοίου, Διόδ. 12. 62, πρβλ. Spanh. Καλλ. εἰς Δῆλ. 22. 2) [[μέρος]] ἢ [[μέσον]] πρὸς ἐπίβασιν, Πολύβ. 3. 24, 14., 16. 29, 2· ἐδόκει [[πλεῖν]] ἐπὶ τὰς Ἀθήνας... ἐπιβάθραν τῆς Ἑλλάδος οὖσαν Πλουτ. Δημ. 8, Κλήμ. Ἀλ. 157· μεταφ., [[πρόφασις]], ἐπιβάθραν τοῖς παρανομεῖν βουλησομένοις Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 11. 8, 2.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> pont-volant;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> moyen d’accès : τινος vers qqn <i>ou</i> qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιβαίνω]].
}}
}}
{{grml
{{grml