Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπιβάθρα

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιβάθρα Medium diacritics: ἐπιβάθρα Low diacritics: επιβάθρα Capitals: ΕΠΙΒΑΘΡΑ
Transliteration A: epibáthra Transliteration B: epibathra Transliteration C: epivathra Beta Code: e)piba/qra

English (LSJ)

ἡ,
A ladder or steps to ascend by: scaling ladder, Ph.Bel. 91.48, Ath.Mech.25.3,J.BJ7.9.2,Arr.An.4.27.1; ship's ladder, gangway, D.S.12.62.
2. metaph., means of approach, stepping-stone, Plb.3.24.14 (pl.); ἐ. ἔχειν τὴν Ἄβυδον Id.16.29.2; γάμον ἐ. τισὶ γενέσθαι J.AJ11.8.2; τῆς Ἑλλάδος = towards . ., Plu.Demetr.8; τῷ ἑξῆς λόγῳ Arr.Epict.1.7.22, cf. Plot.1.6.1; εἰς τὸ ἐξευρεῖν Gal.9.149.
3. platform for engines of war, J.BJ7.8.5; base, foundation, γῆ . . τοῖς ἐπ' αὐτῆς βεβηκόσιν ἑδραία ἐπιβάθρα Plot.2.1.7: metaph., γεῦσις ἐπιβάθρα τῶν αἰσθήσεων Ph.1.665.

German (Pape)

[Seite 927] ἡ, Leiter, die man anlegt, um hinaufzusteigen, z. B. Schiffsleiter, D. Sic. 12, 62 u. A.; vgl. ἀποβάθρα; Sturmleiter, Arr. An. 4, 27, 1; Fallbrücke, Ios. u. A. – Übertr., Zuweg, Zugang, πάσας ἀφαιρούμενοι τὰς ἐπιβάθρας Ῥωμαίων Pol. 3, 24, 14, vgl. 16, 29, 1; Ἀθῆναι ἐπιβ. τῆς Ἑλλάδος Plut. Demetr. 8; a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 pont-volant;
2 fig. moyen d'accès : τινος vers qqn ou qch.
Étymologie: ἐπιβαίνω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιβάθρα:
1 лестница: ἐ. τῆς νεώς Diod. сходни, мостки;
2 средство достижения, доступ, подступ (sc. εἰς τὴν Ἀσίαν Polyb.; τῆς Ἑλλάδος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιβάθρᾱ: ἡ, μεγάλη κλῖμαξ, ἣν κατὰ ἐφόδους πρὸς ἅλωσιν πόλεως προσῆγον εἰς τὰ τείχη καὶ δι’ αὐτῆς ἀνέβαινον ἐπ’ αὐτῶν, ἐπιβατήριος μηχανή, γέφυρα πολιορκητική, ἄλλη ἐπιβάθρα αὐτῷ προσήγετο πρὸς τὸ τεῖχος Ἀρρ. Ἀν. 4. 27, 1· κλῖμαξ πλοίου, Διόδ. 12. 62, πρβλ. Spanh. Καλλ. εἰς Δῆλ. 22. 2) μέροςμέσον πρὸς ἐπίβασιν, Πολύβ. 3. 24, 14., 16. 29, 2· ἐδόκει πλεῖν ἐπὶ τὰς Ἀθήνας... ἐπιβάθραν τῆς Ἑλλάδος οὖσαν Πλουτ. Δημ. 8, Κλήμ. Ἀλ. 157· μεταφ., πρόφασις, ἐπιβάθραν τοῖς παρανομεῖν βουλησομένοις Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 11. 8, 2.

Greek Monolingual

ἐπιβάθρα, η (Α)
1. μεγάλη σκάλα για άνοδο στα τείχη κατά την έφοδο
2. σκάλα πλοίου
3. μέσο ή μέρος για προσέγγιση («ἐδόκει πλεῖν ἐπὶ τάς Ἀθήνας... ἐπιβάθραν τῆς Ἐλλάδος οὖσαν», Πλούτ.)
4. πρόφαση
5. κρηπίδα πολεμικών μηχανών
6. βάση, θεμέλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βάθρα «σκάλα»].

Greek Monotonic

ἐπιβάθρα: ἡ (ἐπιβαίνω), σκάλα, κλίμακα ή βαθμίδες, σκαλοπάτια· μεταφ., τρόπος προσέγγισης, πρόφαση, τινός, έναντι κάποιου..., σε Πλούτ.

Middle Liddell

ἐπιβάθρα, ἡ, ἐπιβαίνω
a ladder or steps: metaph. a means of approach, τινός towards . ., Plut.