ἐπόπτης: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - " :" to ":")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1008.png Seite 1008]] ὁ, der Etwas ansieht, beschaut, Zuschauer, Aufseher; Πυθῶνος ἐπόπται heißen Pind. N. 9, 5 Apollo u. Artemis; πόνων ἐμῶν ἥκεις ἐπ. Aesch. Prom. 299; τῶν ἀνθρωπίνων Tim. Locr. 105; στρατιώτας ὥςπερ ἐπόπτας τῶν στρατηγουμένων παρακαταστήσαντες Dem. 4, 25; Ath. V, 206 d u. A. – Der zum dritten u. höchsten Grade in den eleusinischen Mysterien Gelangte, der Schauende, Epopt, Plut. Alc. 22 u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1008.png Seite 1008]] ὁ, der Etwas ansieht, beschaut, Zuschauer, Aufseher; Πυθῶνος ἐπόπται heißen Pind. N. 9, 5 Apollo u. Artemis; πόνων ἐμῶν ἥκεις ἐπ. Aesch. Prom. 299; τῶν ἀνθρωπίνων Tim. Locr. 105; στρατιώτας ὥςπερ ἐπόπτας τῶν στρατηγουμένων παρακαταστήσαντες Dem. 4, 25; Ath. V, 206 d u. A. – Der zum dritten u. höchsten Grade in den eleusinischen Mysterien Gelangte, der Schauende, Epopt, Plut. Alc. 22 u. a. Sp.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> qui observe, qui veille à <i>ou</i> sur, qui préside à;<br /><b>2</b> <i>particul.</i> qui contemple (les mystères), <i>càd</i> initié du plus haut degré aux mystères d’Éleusis.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπόψομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπόπτης''': -ου, ὁ, ([[ἐπόψομαι]], [[ἐφοράω]]) ὁ ἐπιβλέπων, [[φύλαξ]], ἰδίως ἐπὶ θεοῦ, Πινδ. Ν. 9. 12· ἐπὶ τοῦ Ποσειδῶνος, Παυσ. 8. 30, 1· ἐπὶ τοῦ Ἡλίου, Ἐπιγραφ. Αἰγ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. (Προσθῆκαι) 4699· ἐπ. πόνων, [[θεατής]], Αἰσχύλ. Πρ. 299· τῶν ἀνθρωπίνων Τίμ. Λοκρ. 105Α· [[ὥσπερ]] ἐπόπτας τῶν στρατηγουμένων Δημ. 47. 5. ΙΙ. ὁ γενόμενος δεκτὸς εἰς τὸν τρίτον καὶ ἀνώτατον βαθμὸν τῆς μυήσεως ἐν τοῖς μυστηρίοις (ἀλλ’ ἴδε [[μύστης]]), Συλλ. Ἐπιγρ. 71b. 7, 2158, Πλουτ. Ἀλκ. 22· πρβλ. [[ἐποπτεύω]] ΙΙ, [[ἐποπτικός]]. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 428.
|lstext='''ἐπόπτης''': -ου, ὁ, ([[ἐπόψομαι]], [[ἐφοράω]]) ὁ ἐπιβλέπων, [[φύλαξ]], ἰδίως ἐπὶ θεοῦ, Πινδ. Ν. 9. 12· ἐπὶ τοῦ Ποσειδῶνος, Παυσ. 8. 30, 1· ἐπὶ τοῦ Ἡλίου, Ἐπιγραφ. Αἰγ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. (Προσθῆκαι) 4699· ἐπ. πόνων, [[θεατής]], Αἰσχύλ. Πρ. 299· τῶν ἀνθρωπίνων Τίμ. Λοκρ. 105Α· [[ὥσπερ]] ἐπόπτας τῶν στρατηγουμένων Δημ. 47. 5. ΙΙ. ὁ γενόμενος δεκτὸς εἰς τὸν τρίτον καὶ ἀνώτατον βαθμὸν τῆς μυήσεως ἐν τοῖς μυστηρίοις (ἀλλ’ ἴδε [[μύστης]]), Συλλ. Ἐπιγρ. 71b. 7, 2158, Πλουτ. Ἀλκ. 22· πρβλ. [[ἐποπτεύω]] ΙΙ, [[ἐποπτικός]]. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 428.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> qui observe, qui veille à <i>ou</i> sur, qui préside à;<br /><b>2</b> <i>particul.</i> qui contemple (les mystères), <i>càd</i> initié du plus haut degré aux mystères d’Éleusis.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπόψομαι]].
}}
}}
{{eles
{{eles