ἐράω: Difference between revisions

No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(==Translations==)(?s)(\n)(.*)($)" to "{{trml |trtx=$3 }}")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1018.png Seite 1018]] ausgießen, auswerfen, nur in compp. [[ἀπεράω]], [[ἐξεράω]] u. ä., d. m. s.) praes. u. impf. = [[ἔραμαι]], wo der aor. u. das fut. angegeben sind, lieben, liebhaben, begehren, meist von leidenschaftlicher, sinnlicher Geschlechtsliebe, ἄνδρες ἐρῶντες Pind. Ol. 1, 80, der sonst, wie Hom., nur [[ἔραμαι]] hat, was zu vgl.; τῶν δὲ καλῶν [[οὔτι]] σὺ μοῦνος ἐρᾷς Theogn. 696; ἔρα τῆς γυναικός Her. 9, 108; ἐάν [[τίς]] του τύχῃ ἐρῶν ἢ ἄῤῥενος ἢ θηλείας Plat. Rep. V, 468 c; καὶ ἐπιθυμεῖν Conv. 200 a; ὁ ἐρώμενος, der Geliebte, Phaedr. 239 a u. öfter, Xen. u. Folgde, wie ἡ ἐρωμένη, die Geliebte. – Es ist stärker als [[φιλέω]], wie Xen. sagt ὥςτε οὐ μόνον φιλοῖο ἂν, ἀλλὰ καὶ ἐρῷο ὑπ' ἀνθρώπων, Hier. 11, 11; vgl. Plut. Brut. 29 Βροῦτον δι' ἀρετὴν φιλεῖσθαι μὲν ὑπὸ τῶν πολλῶν, ἐρᾶσθαι δὲ ὑπὸ τῶν [[φίλων]]; Apollon. de constr. p. 292, 1 sagt συνετοῦ μέν ἐστι καὶ ἀγαθοῦ τὸ φιλεῖν, [[καθάπερ]] καὶ πατέρες παῖδας φιλοῦσιν, οὐ μὴν συνετοῦ τὸ ἐρᾶν (vgl. amare), vgl. Xen. Cyr. 5, 1, 10; – Plat. vrbdí οὐδὲ ἤρα οὐδὲ ἐφίλει Lys. 222 a; ἐρᾶν ἔρωτα Eur. Hipp. 31, vgl. 337; οὗτός ἐστιν ὁ Ἄρως, ὃν οἱ φαῦλοι τῶν ἀνθρώπων ἐρῶσιν Plat. Conv. 181 b; Luc. Scyth. u. a. Sp.; τοσοῦτον ἔρωτα ἐρῶσιν ὠχροῦ καὶ βαρέος κτήματος Luc. Char. 11; – lieben in weiterer Bedeutung, Luft u. Gefallen an Etwas haben, begehren, [[θάνατος]] οὐ δώρων ἐρᾷ Aesch. frg. 147; μάχης Spt. 374; ἀμηχάνων, nach Unmöglichem trachtest du, Soph. Ant. 90; c. int., ὅς [[θανεῖν]] ἐρᾷ 220; τῆς σῆς οὐκ ἐρῶ τιμῆς τυχεῖν El. 356; ταλαιπώρων πραγμάτων Ar. Av. 135; κενούμενος ἐρᾷ πληροῦσθαι Plat. Phil. 34 a; μαθήματος Rep. VI, 485 b; φρονήσεως Phaed. 68 a; ἐρῶντες ἀνασώσασθαι τὴν πατρῴαν δόξαν Xen. Hell. 7, 5, 16. – Das med. [[ἐράομαι]], = [[ἔραμαι]], findet sich Sapph. frg. 59; ἐρᾶται Theocr. 2, 149; so auch ἐράασθε für ἐρᾶσθε Il. 16, 208 zu erkl.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1018.png Seite 1018]] ausgießen, auswerfen, nur in compp. [[ἀπεράω]], [[ἐξεράω]] u. ä., d. m. s.) praes. u. impf. = [[ἔραμαι]], wo der aor. u. das fut. angegeben sind, lieben, liebhaben, begehren, meist von leidenschaftlicher, sinnlicher Geschlechtsliebe, ἄνδρες ἐρῶντες Pind. Ol. 1, 80, der sonst, wie Hom., nur [[ἔραμαι]] hat, was zu vgl.; τῶν δὲ καλῶν [[οὔτι]] σὺ μοῦνος ἐρᾷς Theogn. 696; ἔρα τῆς γυναικός Her. 9, 108; ἐάν [[τίς]] του τύχῃ ἐρῶν ἢ ἄῤῥενος ἢ θηλείας Plat. Rep. V, 468 c; καὶ ἐπιθυμεῖν Conv. 200 a; ὁ ἐρώμενος, der Geliebte, Phaedr. 239 a u. öfter, Xen. u. Folgde, wie ἡ ἐρωμένη, die Geliebte. – Es ist stärker als [[φιλέω]], wie Xen. sagt ὥςτε οὐ μόνον φιλοῖο ἂν, ἀλλὰ καὶ ἐρῷο ὑπ' ἀνθρώπων, Hier. 11, 11; vgl. Plut. Brut. 29 Βροῦτον δι' ἀρετὴν φιλεῖσθαι μὲν ὑπὸ τῶν πολλῶν, ἐρᾶσθαι δὲ ὑπὸ τῶν [[φίλων]]; Apollon. de constr. p. 292, 1 sagt συνετοῦ μέν ἐστι καὶ ἀγαθοῦ τὸ φιλεῖν, [[καθάπερ]] καὶ πατέρες παῖδας φιλοῦσιν, οὐ μὴν συνετοῦ τὸ ἐρᾶν (vgl. amare), vgl. Xen. Cyr. 5, 1, 10; – Plat. vrbdí οὐδὲ ἤρα οὐδὲ ἐφίλει Lys. 222 a; ἐρᾶν ἔρωτα Eur. Hipp. 31, vgl. 337; οὗτός ἐστιν ὁ Ἄρως, ὃν οἱ φαῦλοι τῶν ἀνθρώπων ἐρῶσιν Plat. Conv. 181 b; Luc. Scyth. u. a. Sp.; τοσοῦτον ἔρωτα ἐρῶσιν ὠχροῦ καὶ βαρέος κτήματος Luc. Char. 11; – lieben in weiterer Bedeutung, Luft u. Gefallen an Etwas haben, begehren, [[θάνατος]] οὐ δώρων ἐρᾷ Aesch. frg. 147; μάχης Spt. 374; ἀμηχάνων, nach Unmöglichem trachtest du, Soph. Ant. 90; c. int., ὅς [[θανεῖν]] ἐρᾷ 220; τῆς σῆς οὐκ ἐρῶ τιμῆς τυχεῖν El. 356; ταλαιπώρων πραγμάτων Ar. Av. 135; κενούμενος ἐρᾷ πληροῦσθαι Plat. Phil. 34 a; μαθήματος Rep. VI, 485 b; φρονήσεως Phaed. 68 a; ἐρῶντες ἀνασώσασθαι τὴν πατρῴαν δόξαν Xen. Hell. 7, 5, 16. – Das med. [[ἐράομαι]], = [[ἔραμαι]], findet sich Sapph. frg. 59; ἐρᾶται Theocr. 2, 149; so auch ἐράασθε für ἐρᾶσθε Il. 16, 208 zu erkl.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>-ῶ :<br /><i>seul. prés. et impf.</i> [[ἤρων]];<br /><b>1</b> aimer d’amour, être épris de : τινος de qqn ; ὁ [[ἐρῶν]], l'amant ; ὁ [[ἐρώμενος]], l'homme aimé ; ἡ ἐρωμένη HDT la femme aimée;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> aimer passionnément, mais sans idée d’amour;<br /><b>3</b> désirer vivement, souhaiter, gén.;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[ἐράομαι]], [[ἐρῶμαι]] <i>seul. prés.</i> aimer d’amour, être épris de.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. inconnue.<br /><span class="bld">2</span>verser, répandre ; vomir.<br />'''Étymologie:''' DELG [[ἔρα]] terre, mais le rapport originel s'est perdu (verser « à terre »).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐράω''': [[ἐκχέω]], [[τύπος]] εὑρισκόμενος μόνον ἐν τοῖς συνθέτοις ἀπ-, ἐξ-, κατ-, κατεξ-, μετ-, συνερέω, ἐκτὸς ἂν διατηρηθῇ ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1599.<br />ἐν τῷ ἐνεργ., μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ. (ἃ παρὰ ποιηταῖς [[εἶναι]] [[ἔραμαι]], ἠράμην), Ἰων. [[ἐρέω]], Ἀρχίλ. 21: παρατ. ἤρων, Ἡρόδ. 9. 108, Εὐρ. Ἀποσπ. 161, Ἀριστοφ. Ἀχ. 146. - Παθ., (ἐν συνθ.) ἀντερᾶται Ξεν. Συμπ. 8. 3· εὐκτ. ἐρῷο ὁ αὐτ. ἐν Ἱέρ. 11, 11, ἀπαρ. ἐρᾶσθαι Πλουτ. Βροῦτ. 29, κτλ., μετοχ. [[ἐρώμενος]] (ἴδε κατωτ.): - ἀλλὰ τὸ ἐράομαι [[εἶναι]] [[ὡσαύτως]] ἐν χρήσει ὡς Ἀποθ., ὡς τὸ [[ἔραμαι]], γ΄ ἑνικ. ἐρᾶται Σαπφὼ 16, Θεόκρ. 2. 149, (τὸ β΄ πληθ. ἐράασθε ἐκτείνεται Ἐπικῶς ἀντὶ ἔρασθε): - ἅπαντες οἱ λοιποὶ χρόνοι εὑρίσκονται ἐν τῷ ἄρθρῳ [[ἔραμαι]]. Ἐρῶ, ἔχω ἔρωτα, ἀγαπῶ μὲ ἔρωτα, μετὰ γεν. προσ., [[κυρίως]] ἐπὶ τοῦ σφοδροῦ μεταξὺ τῶν δύο γενῶν ἔρωτος, εἶμαι ἐρωτευμένος μέ τινα ([[ἐντεῦθεν]] παρὰ Ξεν., οὐκ ἐρᾷ ἀδελφὸς ἀδελφῆς..., οὐδὲ πατὴρ θυγατρὸς Κύρ. 5. 1, 10)· ἤρα τῆς… γυναικὸς Ἡρόδ. 9. 108, κτλ.· ἐρᾶν καὶ ἐπιθυμεῖν Πλάτ. Συμπ. 200Α· μετὰ συστοίχ. αἰτ., ἐρᾶν ἔρωτα Εὐρ. Ἱππ. 31, Πλάτ. Συμπ. 181Β· ἀλλ’ ἀσχέτως πρὸς τὸν [[μεταξύ]] τῶν δύο γενῶν ἔρωτα, ἀγαπῶ θερμῶς, διαστελλόμενον τοῦ [[φιλέω]] ὡς τὸ Λατ. amo ἀπὸ τοῦ diligo (ἴδε [[φιλέω]] Ι. 3), οὐδ’ ἤρα οὐδ’ ἐφίλει Πλάτ. Λύσ. 222Α· καὶ ἐν τῷ παθ., [[ὥστε]] οὐ μόνον φιλοῖο ἂν ἀλλὰ καὶ ἐρῷο Ξεν. Ἱέρ. 11, 11, πρβλ. Πλουτ. Βροῦτ. 29: - ἀπολ., ἐρῶν, [[ἐραστής]], Πινδ. Ο. 1. 128 ([[ὅστις]] ἀλλαχοῦ μεταχειρίζεται τὸ [[ἔραμαι]]), Σοφ. Ἀποσπ. 162· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐρωμένη Ἡρόδ. 3. 36· ὁ [[ἐρώμενος]] Ξεν. Συμπ. 8. 36, Πλάτ. Φαῖδρ. 239Α, κτλ., πρβλ. Αριστοφ. Ἱππ. 737. τὸν ἐρώμενον [[αὐτοῦ]], (delicias ejus, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 5, 2. || ἐπὶ πραγμάτων, εἶμαι εἰς ἔρωτα, ἐπιθυμῶ τι ἐμμανῶς, τυραννίδος Ἀρχίλ. 21· μάχης ἐρῶν Αἰσχύλ. Θήβ. 392· [[μόνος]] θεῶν γὰρ Θάνατος οὐ δώρων ἐρᾷ ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 156· ἀμηχάνων ἐρᾷς Σοφ. Ἀντ. 90· πατρίδος ἐρᾶν Εὐρ. ἐν Φοιν. 359· καὶ μετ’ ἀπαρ., ἐπιθυμῶ νὰ πράξω τι, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 41· θανεῖν ἐρᾷ Σοφ. Ἀντ. 220, καὶ συχν. παρ’ Εὐρ.
|lstext='''ἐράω''': [[ἐκχέω]], [[τύπος]] εὑρισκόμενος μόνον ἐν τοῖς συνθέτοις ἀπ-, ἐξ-, κατ-, κατεξ-, μετ-, συνερέω, ἐκτὸς ἂν διατηρηθῇ ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1599.<br />ἐν τῷ ἐνεργ., μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ. (ἃ παρὰ ποιηταῖς [[εἶναι]] [[ἔραμαι]], ἠράμην), Ἰων. [[ἐρέω]], Ἀρχίλ. 21: παρατ. ἤρων, Ἡρόδ. 9. 108, Εὐρ. Ἀποσπ. 161, Ἀριστοφ. Ἀχ. 146. - Παθ., (ἐν συνθ.) ἀντερᾶται Ξεν. Συμπ. 8. 3· εὐκτ. ἐρῷο ὁ αὐτ. ἐν Ἱέρ. 11, 11, ἀπαρ. ἐρᾶσθαι Πλουτ. Βροῦτ. 29, κτλ., μετοχ. [[ἐρώμενος]] (ἴδε κατωτ.): - ἀλλὰ τὸ ἐράομαι [[εἶναι]] [[ὡσαύτως]] ἐν χρήσει ὡς Ἀποθ., ὡς τὸ [[ἔραμαι]], γ΄ ἑνικ. ἐρᾶται Σαπφὼ 16, Θεόκρ. 2. 149, (τὸ β΄ πληθ. ἐράασθε ἐκτείνεται Ἐπικῶς ἀντὶ ἔρασθε): - ἅπαντες οἱ λοιποὶ χρόνοι εὑρίσκονται ἐν τῷ ἄρθρῳ [[ἔραμαι]]. Ἐρῶ, ἔχω ἔρωτα, ἀγαπῶ μὲ ἔρωτα, μετὰ γεν. προσ., [[κυρίως]] ἐπὶ τοῦ σφοδροῦ μεταξὺ τῶν δύο γενῶν ἔρωτος, εἶμαι ἐρωτευμένος μέ τινα ([[ἐντεῦθεν]] παρὰ Ξεν., οὐκ ἐρᾷ ἀδελφὸς ἀδελφῆς..., οὐδὲ πατὴρ θυγατρὸς Κύρ. 5. 1, 10)· ἤρα τῆς… γυναικὸς Ἡρόδ. 9. 108, κτλ.· ἐρᾶν καὶ ἐπιθυμεῖν Πλάτ. Συμπ. 200Α· μετὰ συστοίχ. αἰτ., ἐρᾶν ἔρωτα Εὐρ. Ἱππ. 31, Πλάτ. Συμπ. 181Β· ἀλλ’ ἀσχέτως πρὸς τὸν [[μεταξύ]] τῶν δύο γενῶν ἔρωτα, ἀγαπῶ θερμῶς, διαστελλόμενον τοῦ [[φιλέω]] ὡς τὸ Λατ. amo ἀπὸ τοῦ diligo (ἴδε [[φιλέω]] Ι. 3), οὐδ’ ἤρα οὐδ’ ἐφίλει Πλάτ. Λύσ. 222Α· καὶ ἐν τῷ παθ., [[ὥστε]] οὐ μόνον φιλοῖο ἂν ἀλλὰ καὶ ἐρῷο Ξεν. Ἱέρ. 11, 11, πρβλ. Πλουτ. Βροῦτ. 29: - ἀπολ., ἐρῶν, [[ἐραστής]], Πινδ. Ο. 1. 128 ([[ὅστις]] ἀλλαχοῦ μεταχειρίζεται τὸ [[ἔραμαι]]), Σοφ. Ἀποσπ. 162· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐρωμένη Ἡρόδ. 3. 36· ὁ [[ἐρώμενος]] Ξεν. Συμπ. 8. 36, Πλάτ. Φαῖδρ. 239Α, κτλ., πρβλ. Αριστοφ. Ἱππ. 737. τὸν ἐρώμενον [[αὐτοῦ]], (delicias ejus, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 5, 2. || ἐπὶ πραγμάτων, εἶμαι εἰς ἔρωτα, ἐπιθυμῶ τι ἐμμανῶς, τυραννίδος Ἀρχίλ. 21· μάχης ἐρῶν Αἰσχύλ. Θήβ. 392· [[μόνος]] θεῶν γὰρ Θάνατος οὐ δώρων ἐρᾷ ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 156· ἀμηχάνων ἐρᾷς Σοφ. Ἀντ. 90· πατρίδος ἐρᾶν Εὐρ. ἐν Φοιν. 359· καὶ μετ’ ἀπαρ., ἐπιθυμῶ νὰ πράξω τι, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 41· θανεῖν ἐρᾷ Σοφ. Ἀντ. 220, καὶ συχν. παρ’ Εὐρ.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>-ῶ :<br /><i>seul. prés. et impf.</i> [[ἤρων]];<br /><b>1</b> aimer d’amour, être épris de : τινος de qqn ; ὁ [[ἐρῶν]], l'amant ; ὁ [[ἐρώμενος]], l'homme aimé ; ἡ ἐρωμένη HDT la femme aimée;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> aimer passionnément, mais sans idée d’amour;<br /><b>3</b> désirer vivement, souhaiter, gén.;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[ἐράομαι]], [[ἐρῶμαι]] <i>seul. prés.</i> aimer d’amour, être épris de.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. inconnue.<br /><span class="bld">2</span>verser, répandre ; vomir.<br />'''Étymologie:''' DELG [[ἔρα]] terre, mais le rapport originel s'est perdu (verser « à terre »).
}}
}}
{{Slater
{{Slater