ἔκλυσις: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0768.png Seite 768]] ἡ, 1) die Erlösung, Befreiung von Etwas; ἄθλων Aesch. Prom. 262; νοσήματος Soph. O. R. 306; κακῶν Eur. I. T. 899; δεσμῶν Theocr. 24, 33. – 2) die Entkräftung, Schwäche, Ohnmacht, Hippocr., Theophr. u. A.; πόλεως ἔκλ. καὶ [[μαλακία]] Dem. 17, 29.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0768.png Seite 768]] ἡ, 1) die Erlösung, Befreiung von Etwas; ἄθλων Aesch. Prom. 262; νοσήματος Soph. O. R. 306; κακῶν Eur. I. T. 899; δεσμῶν Theocr. 24, 33. – 2) die Entkräftung, Schwäche, Ohnmacht, Hippocr., Theophr. u. A.; πόλεως ἔκλ. καὶ [[μαλακία]] Dem. 17, 29.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> délivrance, affranchissement (d’un mal, d’une épreuve, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> relâchement, affaiblissement (du corps <i>ou</i> de l'esprit).<br />'''Étymologie:''' [[ἐκλύω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔκλῠσις''': -εως, ἡ, [[ἀπαλλαγή]], ἢ [[ἀπολύτρωσις]] ἀπό τινος, ἀφροσύνης Θέογν. 590· ἄθλων Αἰσχύλ. Πρ. 262· τοῦδε τοῦ νοσήματος Σοφ. Ο. Τ. 306· δεσμοῦ Θεόκρ. 24. 33, κτλ. ΙΙ. [[ἀδυναμία]], [[λιποθυμία]], [[παράλυσις]], Ἱππ. Ἀφ. 1258, κτλ.· τῆς πόλεως ἔκλ. καὶ [[μαλακία]] Δημ. 219. 28· ἐκλύσιες κοιλίης, διάρροιαι, Ἱππ. 221D. ΙΙΙ. ἡ καταβίβασις τῆς φωνῆς κατὰ [[τρία]] τέταρτα τοῦ τόνου, (διέσεις) Μουσ. Συγγρ.
|lstext='''ἔκλῠσις''': -εως, ἡ, [[ἀπαλλαγή]], ἢ [[ἀπολύτρωσις]] ἀπό τινος, ἀφροσύνης Θέογν. 590· ἄθλων Αἰσχύλ. Πρ. 262· τοῦδε τοῦ νοσήματος Σοφ. Ο. Τ. 306· δεσμοῦ Θεόκρ. 24. 33, κτλ. ΙΙ. [[ἀδυναμία]], [[λιποθυμία]], [[παράλυσις]], Ἱππ. Ἀφ. 1258, κτλ.· τῆς πόλεως ἔκλ. καὶ [[μαλακία]] Δημ. 219. 28· ἐκλύσιες κοιλίης, διάρροιαι, Ἱππ. 221D. ΙΙΙ. ἡ καταβίβασις τῆς φωνῆς κατὰ [[τρία]] τέταρτα τοῦ τόνου, (διέσεις) Μουσ. Συγγρ.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> délivrance, affranchissement (d’un mal, d’une épreuve, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> relâchement, affaiblissement (du corps <i>ou</i> de l'esprit).<br />'''Étymologie:''' [[ἐκλύω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm