ἶφι: Difference between revisions

No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) (\([\p{Cyrillic}\s]+\)) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3, $4, $5 $6")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1275.png Seite 1275]] eigtl. alter Casus von ἴς, mit Digamma, nach Schol. Il. 1, 151 für ἰνόφι, Andere nehmen es für das neutr. eines alten Adjectivs [[ἶφις]]; mit Gewalt, mit Macht, <b class="b2">kräftig, gewaltig</b>; ἀνάσσειν, mit Macht herrschen, Il. 1, 38; ἀνδράσιν ἶφι μάχεσθαι 1, 151; βοὸς ἶφι κταμένοιο 3, 375; ἀνέρι ἶφι δαμῆναι 19, 417, vgl. Od. 18, 156; ähnlich bei sp. Ep. Häufig in nom. pr., wie Ἰφιδάμας, Ἰφικλῆς.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1275.png Seite 1275]] eigtl. alter Casus von ἴς, mit Digamma, nach Schol. Il. 1, 151 für ἰνόφι, Andere nehmen es für das neutr. eines alten Adjectivs [[ἶφις]]; mit Gewalt, mit Macht, <b class="b2">kräftig, gewaltig</b>; ἀνάσσειν, mit Macht herrschen, Il. 1, 38; ἀνδράσιν ἶφι μάχεσθαι 1, 151; βοὸς ἶφι κταμένοιο 3, 375; ἀνέρι ἶφι δαμῆναι 19, 417, vgl. Od. 18, 156; ähnlich bei sp. Ep. Häufig in nom. pr., wie Ἰφιδάμας, Ἰφικλῆς.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />avec force, courage <i>ou</i> puissance ; [[ἶφι]] ανάσσειν IL régner avec puissance ; μάχεσθαι IL combattre vaillamment ; [[δαμῆναι]] IL, OD être dompté par la force.<br />'''Étymologie:''' dat. instrument. de [[ἴς]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἶφι''': ([[ἴσως]] ἀρχαία δοτ. τοῦ ἴς, ὃ ἴδε), Ἐπικ. ἐπίρρ., ἰσχυρῶς, κραταιῶς, συχν. παρ᾿ Ὁμ., ἀλλὰ μόνον μετὰ τεσσάρων ῥημάτων, ἶφι ἀνάσσειν, κραταιῶς ἢ κρατερῶς κυβερνᾶν, βασιλεύειν, Τενέδοιό τε ἶφι ἀνάσσεις Ἰλ. Α. 38, κτλ.· ἶφι μάχεσθαι, ἀνδρείως, Α. 151· ἶφι δαμῆναι, δαμασθῆναι ὑπερτέρα δυνάμει, Τ. 417, Ὀδ. Σ. 156· ἶφι κτάμενος Ἰλ. Γ. 375· ― [[οὕτως]], ἶφι βιησάμενος Εὔφορος 61· καὶ παρὰ μεταγεν. Ἐπικ., ἴδε Ἐτυμ. Μ. σ. 480, 7. ― Συχν. ἐν κυρίοις ὀνόμασι, π.χ. Ἰφιάνασσα, Ἰφιγένεια, Ἰφιγόνη, Ἰφιδάμας, Ἴφικλος, κτλ.
|lstext='''ἶφι''': ([[ἴσως]] ἀρχαία δοτ. τοῦ ἴς, ὃ ἴδε), Ἐπικ. ἐπίρρ., ἰσχυρῶς, κραταιῶς, συχν. παρ᾿ Ὁμ., ἀλλὰ μόνον μετὰ τεσσάρων ῥημάτων, ἶφι ἀνάσσειν, κραταιῶς ἢ κρατερῶς κυβερνᾶν, βασιλεύειν, Τενέδοιό τε ἶφι ἀνάσσεις Ἰλ. Α. 38, κτλ.· ἶφι μάχεσθαι, ἀνδρείως, Α. 151· ἶφι δαμῆναι, δαμασθῆναι ὑπερτέρα δυνάμει, Τ. 417, Ὀδ. Σ. 156· ἶφι κτάμενος Ἰλ. Γ. 375· ― [[οὕτως]], ἶφι βιησάμενος Εὔφορος 61· καὶ παρὰ μεταγεν. Ἐπικ., ἴδε Ἐτυμ. Μ. σ. 480, 7. ― Συχν. ἐν κυρίοις ὀνόμασι, π.χ. Ἰφιάνασσα, Ἰφιγένεια, Ἰφιγόνη, Ἰφιδάμας, Ἴφικλος, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />avec force, courage <i>ou</i> puissance ; [[ἶφι]] ανάσσειν IL régner avec puissance ; μάχεσθαι IL combattre vaillamment ; [[δαμῆναι]] IL, OD être dompté par la force.<br />'''Étymologie:''' dat. instrument. de [[ἴς]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth