ὀργίζω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0370.png Seite 370]] [[zornig machen]], aufreizen; ἤν τις ὀργίσῃ τὴν σφηκιάν, Ar. Vesp. 404, vgl. 223; Plat. Phaedr. 267 c Eryx. 392 c; Arist. eth. 5, 8 u. öfter, im Ggstz von εὔνουν ποιεῖν, πραΰνειν, im Ggstz von κηλεῖν Plat. Phaedr. 267 c, wie ὀργίζεσθαι dem πραΰνεσθαι entgegensteht, Arist. rhet. 2, 3. – Häufiger im pass. ὀργίζομαι, <b class="b2">zornigwerden, zürnen</b>; absolut, Soph. O. R. 339. 364; ὡς τότ' ἦσθ' ὠργισμένος, Eur. Hipp. 1413; τινί, auf Einen, Hel. 1662; [[ὑπέρ]] τινος, Isocr. 4, 186; ἐμοὶ ὀργίζονται, Plat. Apol. 23 c; Euthyphr. 7 b u. öfter; ἐάν τι ὀργισθῶσι τοῖς γονεῦσιν ἢ πατρίδι ἀδικηθέντες, Prot. 346 b; τὸ ὀργιζόμενον τῆς γνώμης, Thuc. 2, 59; Xen. Mem. 1, 1, 18 u. Folgde.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0370.png Seite 370]] [[zornig machen]], aufreizen; ἤν τις ὀργίσῃ τὴν σφηκιάν, Ar. Vesp. 404, vgl. 223; Plat. Phaedr. 267 c Eryx. 392 c; Arist. eth. 5, 8 u. öfter, im Ggstz von εὔνουν ποιεῖν, πραΰνειν, im Ggstz von κηλεῖν Plat. Phaedr. 267 c, wie ὀργίζεσθαι dem πραΰνεσθαι entgegensteht, Arist. rhet. 2, 3. – Häufiger im pass. ὀργίζομαι, <b class="b2">zornigwerden, zürnen</b>; absolut, Soph. O. R. 339. 364; ὡς τότ' ἦσθ' ὠργισμένος, Eur. Hipp. 1413; τινί, auf Einen, Hel. 1662; [[ὑπέρ]] τινος, Isocr. 4, 186; ἐμοὶ ὀργίζονται, Plat. Apol. 23 c; Euthyphr. 7 b u. öfter; ἐάν τι ὀργισθῶσι τοῖς γονεῦσιν ἢ πατρίδι ἀδικηθέντες, Prot. 346 b; τὸ ὀργιζόμενον τῆς γνώμης, Thuc. 2, 59; Xen. Mem. 1, 1, 18 u. Folgde.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> [[ὤργισα]], <i>f. et pf. inus.</i><br /><i>Pass. f.</i> ὀργισθήσομαι, <i>ao.</i> [[ὠργίσθην]], <i>pf.</i> [[ὤργισμαι]];<br />mettre en colère, irriter, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> ὀργίζομαι (<i>f.</i> [[ὀργιοῦμαι]]) être fâché, s'irriter, τινι, contre qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ὀργή]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀργίζω''': Ξεν. Ἱππ. 9. 2: ἀόρ. ὤργισα Ἀριστοφ. καὶ Πλάτ., ἴδε κατωτ· (ὀργὴ ΙΙ). Ὡς καὶ νῦν, [[κάμνω]] τινὰ νὰ ὀργισθῇ, παροργίζω, τινὰ Ἀριστοφ. Σφῆκ. 223. 404, Πλάτ. Φαῖδρ. 267C· ἀντίθετον τῷ [[κηλέω]], [[αὐτόθι]] D· τῷ [[πραΰνω]], Ἀριστ. Ρητ. 2. 3. 1. ΙΙ. συνηθέστερον ἐν τῷ παθητ., Σοφ. κλ.: μέσ. μέλλ. (μὲ παθητ. σημασ.) ὀργιοῦμαι Ξεν. Ἀνάβ. 6. 1, 30, Λυσ. 145. 11, Ἰσοκρ., κλ.· ἀλλὰ ὀργισθήσομαι Λυσ. 163. 31, Δημ. 1383. 10: ἀόρ. ὠργίσθην Λυσ. 164. 17, Πλάτ., κλ.: πρκμ. ὤργισμαι Εὐρ. Ἱππ. 1413, Ἀριστοφ. Σφ. 431, Πλάτ.· - θυμώνω, ὀργίζομαι, Σοφ. Ο. Τ. 364, κτλ.· μετὰ μετοχ., τίς γὰρ .. οὐκ ἂν ὀργίζοιτ’ .. κλύων; [[αὐτόθι]] 339, κτλ.· τινὶ Εὐρ. Ἑλ. 1646, Θουκ. 4. 128, Πλάτ. Ἀπολογ. 23C, κ. ἀλλ.· ὑπέρ τινος Θουκ. 1. 143, Ἰσοκρ. 201Β· ἐπί τινι Ἀνδοκ. 5. 10, πρβλ. Λυσ. 179. 31, κτλ.· ἐπί τινος Δημ. 574. 3 διά τι Ξεν. Ἀν. 1. 2, 26· - ἀπολ. κατὰ μετοχ., [[ἄνθρωπος]] ὀργιζόμενος Ἀντιφῶν 137. 42· τὸ ὀργιζόμενον τῆς γνώμης, αἱ ὀργίλαι αὐτῶν διαθέσεις, Θουκ. 2. 59. - Πρβλ. [[ὀργαίνω]]. - Ἴδε Κόντου Παρατηρήσεις εἰς Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, σ. 67.
|lstext='''ὀργίζω''': Ξεν. Ἱππ. 9. 2: ἀόρ. ὤργισα Ἀριστοφ. καὶ Πλάτ., ἴδε κατωτ· (ὀργὴ ΙΙ). Ὡς καὶ νῦν, [[κάμνω]] τινὰ νὰ ὀργισθῇ, παροργίζω, τινὰ Ἀριστοφ. Σφῆκ. 223. 404, Πλάτ. Φαῖδρ. 267C· ἀντίθετον τῷ [[κηλέω]], [[αὐτόθι]] D· τῷ [[πραΰνω]], Ἀριστ. Ρητ. 2. 3. 1. ΙΙ. συνηθέστερον ἐν τῷ παθητ., Σοφ. κλ.: μέσ. μέλλ. (μὲ παθητ. σημασ.) ὀργιοῦμαι Ξεν. Ἀνάβ. 6. 1, 30, Λυσ. 145. 11, Ἰσοκρ., κλ.· ἀλλὰ ὀργισθήσομαι Λυσ. 163. 31, Δημ. 1383. 10: ἀόρ. ὠργίσθην Λυσ. 164. 17, Πλάτ., κλ.: πρκμ. ὤργισμαι Εὐρ. Ἱππ. 1413, Ἀριστοφ. Σφ. 431, Πλάτ.· - θυμώνω, ὀργίζομαι, Σοφ. Ο. Τ. 364, κτλ.· μετὰ μετοχ., τίς γὰρ .. οὐκ ἂν ὀργίζοιτ’ .. κλύων; [[αὐτόθι]] 339, κτλ.· τινὶ Εὐρ. Ἑλ. 1646, Θουκ. 4. 128, Πλάτ. Ἀπολογ. 23C, κ. ἀλλ.· ὑπέρ τινος Θουκ. 1. 143, Ἰσοκρ. 201Β· ἐπί τινι Ἀνδοκ. 5. 10, πρβλ. Λυσ. 179. 31, κτλ.· ἐπί τινος Δημ. 574. 3 διά τι Ξεν. Ἀν. 1. 2, 26· - ἀπολ. κατὰ μετοχ., [[ἄνθρωπος]] ὀργιζόμενος Ἀντιφῶν 137. 42· τὸ ὀργιζόμενον τῆς γνώμης, αἱ ὀργίλαι αὐτῶν διαθέσεις, Θουκ. 2. 59. - Πρβλ. [[ὀργαίνω]]. - Ἴδε Κόντου Παρατηρήσεις εἰς Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, σ. 67.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> [[ὤργισα]], <i>f. et pf. inus.</i><br /><i>Pass. f.</i> ὀργισθήσομαι, <i>ao.</i> [[ὠργίσθην]], <i>pf.</i> [[ὤργισμαι]];<br />mettre en colère, irriter, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> ὀργίζομαι (<i>f.</i> [[ὀργιοῦμαι]]) être fâché, s'irriter, τινι, contre qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ὀργή]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR