Anonymous

ὀργίζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> [[ὤργισα]], <i>f. et pf. inus.</i><br /><i>Pass. f.</i> ὀργισθήσομαι, <i>ao.</i> [[ὠργίσθην]], <i>pf.</i> [[ὤργισμαι]];<br />mettre en colère, irriter, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> ὀργίζομαι (<i>f.</i> [[ὀργιοῦμαι]]) être fâché, s'irriter, τινι, contre qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ὀργή]].
|btext=<i>ao.</i> [[ὤργισα]], <i>f. et pf. inus.</i><br /><i>Pass. f.</i> ὀργισθήσομαι, <i>ao.</i> [[ὠργίσθην]], <i>pf.</i> [[ὤργισμαι]];<br />mettre en colère, irriter, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> ὀργίζομαι (<i>f.</i> [[ὀργιοῦμαι]]) être fâché, s'irriter, τινι, contre qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ὀργή]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀργίζω:''' (fut. pass. [[ὀργιοῦμαι]] - реже ὀργισθήσομαι) раздражать, сердить (τινά Plat., Arph.); pass. раздражаться, сердиться: ὀ. τινι Thuc., Lys., Eur., Xen. etc. быть в гневе, сердиться на кого-л.; ὀ. ἐπί τινος Dem., ἐπί τινι Lys., NT, [[ὑπέρ]] τινος Thuc., Isocr., διά τι Xen., περί τι Thuc., περί τινος Diog. L. сердиться за что-л. (из-за чего-л.); τὸ ὀργιζόμενον τῆς γνώμης Thuc. злоба.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀργίζω:''' ([[ὀργή]] II), αόρ. [[ὤργισα]],<br /><b class="num">I.</b> κάνω κάποιον να θυμώσει, [[προκαλώ]] [[οργή]], [[εξερεθίζω]], σε Αριστοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> συνηθέστερο στην Παθ.· με Μέσ. και Παθ. μέλ. [[ὀργιοῦμαι]], <i>ὀργισθήσομαι</i>· αόρ. αʹ [[ὠργίσθην]], παρακ. [[ὤργισμαι]], [[θυμώνω]], οργίζομαι, σε Σοφ. κ.λπ.· <i>τινι</i>, με κάποιο [[πρόσωπο]] ή [[πράγμα]], σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.· <i>τὸ ὀργιζόμενον τῆς γνώμης</i>, τα οργισμένα τους αισθήματα, σε Θουκ.
|lsmtext='''ὀργίζω:''' ([[ὀργή]] II), αόρ. [[ὤργισα]],<br /><b class="num">I.</b> κάνω κάποιον να θυμώσει, [[προκαλώ]] [[οργή]], [[εξερεθίζω]], σε Αριστοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> συνηθέστερο στην Παθ.· με Μέσ. και Παθ. μέλ. [[ὀργιοῦμαι]], <i>ὀργισθήσομαι</i>· αόρ. αʹ [[ὠργίσθην]], παρακ. [[ὤργισμαι]], [[θυμώνω]], οργίζομαι, σε Σοφ. κ.λπ.· <i>τινι</i>, με κάποιο [[πρόσωπο]] ή [[πράγμα]], σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.· <i>τὸ ὀργιζόμενον τῆς γνώμης</i>, τα οργισμένα τους αισθήματα, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀργίζω:''' (fut. pass. [[ὀργιοῦμαι]] - реже ὀργισθήσομαι) раздражать, сердить (τινά Plat., Arph.); pass. раздражаться, сердиться: ὀ. τινι Thuc., Lys., Eur., Xen. etc. быть в гневе, сердиться на кого-л.; ὀ. ἐπί τινος Dem., ἐπί τινι Lys., NT, [[ὑπέρ]] τινος Thuc., Isocr., διά τι Xen., περί τι Thuc., περί τινος Diog. L. сердиться за что-л. (из-за чего-л.); τὸ ὀργιζόμενον τῆς γνώμης Thuc. злоба.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj