3,274,919
edits
m (Text replacement - "Ἡρακλ" to "Ἡρακλ") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0356.png Seite 356]] correlat. zu πῆ, und wie dieses auch ὅπῃ geschrieben (s. πῆ) ep. auch [[ὅππη]], dor. ὅπα, relativ u. indirect fragend; 1) vom Ort; – a) [[wohin]], nach welcher Richtung, Seite hin, neben der Bewegung auch das Ruhen und Verbleiben an dem Orte bezeichnend, vgl. Herm. Vig. p. 789; [[ὅππη]] τ' ἰθύσῃ, τῇ τ' εἴκουσι, wohin er gebt, dahin weichen sie, Il. 12, 48; ἄρχ', [[ὅππη]] σε [[κραδίη]] κελεύει, 13, 784; νῦν ψᾶφον ὅπα [[κῦμα]] κατακλύσσει; Pind. Ol. 11, 10; ἐμβαλοῦ μ' ὅπη θέλεις, Soph. Phil. 479, wie ἀλλ' ἄγε ὅπη ἐθέλεις Plat. Theaet. 169 c; – mit ἄν u. dem Conj., ὅπη ἂν ὁ [[λόγος]] ὥςπερ [[πνεῦμα]] φέρῃ, [[ταύτῃ]] [[ἰτέον]], Rep. III, 394 d, u. indir. mit dem opt., ὅπῃ τύχοι προϊέναι, Tim. 43 b; τοῦτ' [[ἤδη]] ὅπῃ ἀποβήσεται, ἄδηλον, wo wir sagen »wie es ablaufen wird«, Euthyphr. 3 e; c. gen., σήμηνον ὅπη γῆς πεπλάνημαι, Aesch. Prom. 563, wie Eur. Heracl. 19. 46 u. öfter. – b) wo, woselbst; Il. 22, 321 Od. 9, 457; Xen. An. 6, 2, 3; ὅπῃ ἂν τύχωσι τῆς γῆς, Plat. Phaed. 113 b, wo es nur welche giebt. – 2) von der Art und Weise, wie; Il. 20, 25 Od. 1, 347. 8, 45; ὅπη δή, Il. 22, 185; ἔστι δ' ὅπη νῦν ἔστι, Aesch. Ag. 67; τάχ' εἰσόμεσθα τἀπίσημ' ὅπη τελεῖ, Spt. 641, u. öfter; in Prosa, Thuc. 1, 129, [[ταύτῃ]] μεταθεῖναι, ὅπῃ ἂν δοκῇ ἀμφοτέροις, 5, 18. 8, 67; Xen. An. 2, 1, 19 u. öfter; ὅπη αὐτὸς οἴοιτο [[δεῖν]] εἰπεῖν, [[ταύτῃ]] λέγειν, Plat. Conv. 199 b; öfter auch mit [[ὅπως]] verbunden, [[εἴτε]] ὅπῃ ἔχει καὶ [[ὅπως]], Rep. X, 612 a; εἴθ' [[ὅπως]] εἴθ' ὅπῃ, Legg. X, 899 a. – Verstärkt [[ὁπῃοῦν]], [[wie immer auch]], ὅτι μαθόντα χαίρειν ποιεῖ καὶ [[ὁπῃοῦν]], Plat. Prot. 353 d, vgl. Conv. 194 d; auch vom Orte, wohin auch immer, Legg. XII, 950 a; – ὅπῃπερ, [[wie auch]], τὸν λόγον ὅπῃπερ ἂν οἷοί τε ὦμεν εὐπρεπέστατα διωσόμεθα, Soph. 251 a, öfter; u. vom Orte, ὅπῃπερ ἂν ἀντερείδῃ, wo auch immer, Tim. 45 c; – ὅπῃ [[δήποτε]], u. ä. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0356.png Seite 356]] correlat. zu πῆ, und wie dieses auch ὅπῃ geschrieben (s. πῆ) ep. auch [[ὅππη]], dor. ὅπα, relativ u. indirect fragend; 1) vom Ort; – a) [[wohin]], nach welcher Richtung, Seite hin, neben der Bewegung auch das Ruhen und Verbleiben an dem Orte bezeichnend, vgl. Herm. Vig. p. 789; [[ὅππη]] τ' ἰθύσῃ, τῇ τ' εἴκουσι, wohin er gebt, dahin weichen sie, Il. 12, 48; ἄρχ', [[ὅππη]] σε [[κραδίη]] κελεύει, 13, 784; νῦν ψᾶφον ὅπα [[κῦμα]] κατακλύσσει; Pind. Ol. 11, 10; ἐμβαλοῦ μ' ὅπη θέλεις, Soph. Phil. 479, wie ἀλλ' ἄγε ὅπη ἐθέλεις Plat. Theaet. 169 c; – mit ἄν u. dem Conj., ὅπη ἂν ὁ [[λόγος]] ὥςπερ [[πνεῦμα]] φέρῃ, [[ταύτῃ]] [[ἰτέον]], Rep. III, 394 d, u. indir. mit dem opt., ὅπῃ τύχοι προϊέναι, Tim. 43 b; τοῦτ' [[ἤδη]] ὅπῃ ἀποβήσεται, ἄδηλον, wo wir sagen »wie es ablaufen wird«, Euthyphr. 3 e; c. gen., σήμηνον ὅπη γῆς πεπλάνημαι, Aesch. Prom. 563, wie Eur. Heracl. 19. 46 u. öfter. – b) wo, woselbst; Il. 22, 321 Od. 9, 457; Xen. An. 6, 2, 3; ὅπῃ ἂν τύχωσι τῆς γῆς, Plat. Phaed. 113 b, wo es nur welche giebt. – 2) von der Art und Weise, wie; Il. 20, 25 Od. 1, 347. 8, 45; ὅπη δή, Il. 22, 185; ἔστι δ' ὅπη νῦν ἔστι, Aesch. Ag. 67; τάχ' εἰσόμεσθα τἀπίσημ' ὅπη τελεῖ, Spt. 641, u. öfter; in Prosa, Thuc. 1, 129, [[ταύτῃ]] μεταθεῖναι, ὅπῃ ἂν δοκῇ ἀμφοτέροις, 5, 18. 8, 67; Xen. An. 2, 1, 19 u. öfter; ὅπη αὐτὸς οἴοιτο [[δεῖν]] εἰπεῖν, [[ταύτῃ]] λέγειν, Plat. Conv. 199 b; öfter auch mit [[ὅπως]] verbunden, [[εἴτε]] ὅπῃ ἔχει καὶ [[ὅπως]], Rep. X, 612 a; εἴθ' [[ὅπως]] εἴθ' ὅπῃ, Legg. X, 899 a. – Verstärkt [[ὁπῃοῦν]], [[wie immer auch]], ὅτι μαθόντα χαίρειν ποιεῖ καὶ [[ὁπῃοῦν]], Plat. Prot. 353 d, vgl. Conv. 194 d; auch vom Orte, wohin auch immer, Legg. XII, 950 a; – ὅπῃπερ, [[wie auch]], τὸν λόγον ὅπῃπερ ἂν οἷοί τε ὦμεν εὐπρεπέστατα διωσόμεθα, Soph. 251 a, öfter; u. vom Orte, ὅπῃπερ ἂν ἀντερείδῃ, wo auch immer, Tim. 45 c; – ὅπῃ [[δήποτε]], u. ä. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>épq.</i> [[ὅππη]];<br /><i>adv. relat.</i><br /><b>I.</b> <i>de lieu</i>;<br /><b>1</b> par où, dans la direction où, dans le lieu où <i>avec mouv.</i> : [[ὅπη]] γῆς ESCHL dans la région de la terre où <i>avec mouv.</i><br /><b>2</b> où <i>sans mouv.</i><br /><b>II.</b> de la manière que, comme : [[ὅπη]] [[δή]] IL, [[ὅπη]] [[οὖν]] PLAT, ὁπητιοῦν PLAT justement comme [[ὅπη]] [[ἄν]], avec le sbj. THC en qqe endroit que <i>ou</i> de qqe manière que ce soit.<br />'''Étymologie:''' ὁ-, thème du pron. relat. et [[πῆ]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὅπη''': Ἐπικ. ὅππη, ἀμφότερα παρ’ Ὁμ.· Δωρ. ὅπᾱ Πίνδ., κτλ.· Ἰων. ὅκη Ἡρόδ.· Αἰολ. ὅπει Συλλ. Ἐπιγρ. 1841· - Ἐπίρρ. ([[κυρίως]] δοτ. ἐξ ἀρχαίας ἀντωνυμ. *ὅπος, ἴδε πῆ· [[ἐντεῦθεν]] [[συχνάκις]] φέρεται ὅπῃ Εὐστ. 1714, 1, Α. Β. 625)· συσχετικὸν τῷ πῆ. Ι. ἐπὶ τόπου, δι’ ἧς ὁδοῦ, Λατιν. qua. [[ἐντεῦθεν]] [[ὅπου]], Λατ. ubi, Ἰλ. Χ. 321, Ὀδ. Ι. 457· - [[ὡσαύτως]] ἀντὶ [[ὅπου]], εἰρωτᾶν ὅκη εἴη Ἡρόδ. 5. 87· - καὶ [[συχνάκις]] σχεδὸν ὡς τὸ [[ὅποι]], εἰς ὃν τόπον, Λατ. quo, ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετὰ περιληπτικῆς σημασίας κινήσεως εἴς τινα τόπον, μεθ’ ἣν ἐπακολουθεῖ καὶ [[στάσις]] ἐν τόπῳ, συχνὸν παρ’ Ὁμ.· ὅκη ἰθύσειε στρατεύεσθαι Ἡρόδ. 1. 204, πρβλ. 2. 146· ἀμηχανῶ ... ὅπα τράπωμαι Αἰσχύλ. Ἀγ. 1532· ἐμβαλοῦ μ’ ὅπη θέλεις ἄγων Σοφ. Φ. 481· πρβλ. Ἕρμανν. εἰς Οὐεργ. ἀρ. 252c, Jelf Ἑλλην. Γραμματ. § 646 σημ.· ὅππη τε ..., τῇτε, [[ἐκεῖ]] ..., [[ὅπου]] ..., Ἰλ. Μ. 48. 2) βραδύτερον μετὰ γεν., ὅπη γᾶς, Λατ. ubi terrarum, εἰς οἱονδήποτε [[μέρος]] τοῦ κόσμου, Εὐρ. Ἡρακλ. 19, 46· πρβλ. [[ὅποι]] Ι. 1. C. ΙΙ. ἐπὶ τρόπου, καθ’ ὃν τρόπον, [[ὅπως]], Ἰλ. Υ. 25, Ὀδ. Α. 347· συχνότερον παρ’ Ἀττ., [[οἷον]] Αἰσχύλ. Πρ. 586, 907, Ἀγ. 67, κ. ἀλλ., Θουκ. 1. 129, Λυσ. 139. 45, κτλ.· συναπτόμενον μετὰ τοῦ [[ὅπως]], ὅπη ἔχει καὶ [[ὅπως]] Πλάτ. Πολ. 612Α, πρβλ. Νόμ. 899Α, Β, κτλ.· ὅπη ἔτυχεν Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 6, 21· - ὅπη ἂν, μεθ’ ὑποτακτ., ὡς ἕτεροι σύνδεσμοι, ὅπη ἄν δοκεῖ ἀμφοτέροις Συνθήκ. παρὰ Θουκ. 5. 18· ὅπα κα δικαιότατα ὁ αὐτ. 6. 8, πρβλ. 8. 56· - ἔσθ’ ὅπη ἢ ἔστιν ὅπη, κατά τινα τρόπον, Πλάτ. Πολ. 486Β, Πρωτ. 331D· οὐκ ἔστιν ὅπη Αἰσχίν. 83· ἐν τέλ.· - μεταγεν. ἐπὶ χρόνου, Εὐσεβ. Ἐκκλ. Ἱστ. 8. 7, κτλ.· ἴδε Λοβ. εἰς Φρύν. 271. ΙΙΙ. μετ’ ἄλλων μορίων, ὅπη δὴ Ἰλ. Χ. 185, Πλάτ. κλ., ἴδε Böckh εἰς Πινδ. Ο. 11. 62· ὅπη ποτὲ Πλάτ. Σοφ. 231C, Πολ. 372Ε· ὅπη δή ποτε ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιστ. 338Α· μετὰ γεν., τοὺς ὅπη ποτὲ κατοικοῦντας Εὐρώπης Πλουτ. Περικλ. 17· - ὅπη οὖν, ἢ [[ὁπηοῦν]] Πλάτ. Πρωτ. 353D, Νόμ. 950Α· ὁπηγοῦν ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 187D· - ὅπηπερ, ὅπηπερ ἂν Σοφ. Ο. Τ. 1458, Πλάτ. Σοφιστ. 251Α, Τίμ. 45C, κτλ.· - πρβλ. ὁπωστιοῦν. | |lstext='''ὅπη''': Ἐπικ. ὅππη, ἀμφότερα παρ’ Ὁμ.· Δωρ. ὅπᾱ Πίνδ., κτλ.· Ἰων. ὅκη Ἡρόδ.· Αἰολ. ὅπει Συλλ. Ἐπιγρ. 1841· - Ἐπίρρ. ([[κυρίως]] δοτ. ἐξ ἀρχαίας ἀντωνυμ. *ὅπος, ἴδε πῆ· [[ἐντεῦθεν]] [[συχνάκις]] φέρεται ὅπῃ Εὐστ. 1714, 1, Α. Β. 625)· συσχετικὸν τῷ πῆ. Ι. ἐπὶ τόπου, δι’ ἧς ὁδοῦ, Λατιν. qua. [[ἐντεῦθεν]] [[ὅπου]], Λατ. ubi, Ἰλ. Χ. 321, Ὀδ. Ι. 457· - [[ὡσαύτως]] ἀντὶ [[ὅπου]], εἰρωτᾶν ὅκη εἴη Ἡρόδ. 5. 87· - καὶ [[συχνάκις]] σχεδὸν ὡς τὸ [[ὅποι]], εἰς ὃν τόπον, Λατ. quo, ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετὰ περιληπτικῆς σημασίας κινήσεως εἴς τινα τόπον, μεθ’ ἣν ἐπακολουθεῖ καὶ [[στάσις]] ἐν τόπῳ, συχνὸν παρ’ Ὁμ.· ὅκη ἰθύσειε στρατεύεσθαι Ἡρόδ. 1. 204, πρβλ. 2. 146· ἀμηχανῶ ... ὅπα τράπωμαι Αἰσχύλ. Ἀγ. 1532· ἐμβαλοῦ μ’ ὅπη θέλεις ἄγων Σοφ. Φ. 481· πρβλ. Ἕρμανν. εἰς Οὐεργ. ἀρ. 252c, Jelf Ἑλλην. Γραμματ. § 646 σημ.· ὅππη τε ..., τῇτε, [[ἐκεῖ]] ..., [[ὅπου]] ..., Ἰλ. Μ. 48. 2) βραδύτερον μετὰ γεν., ὅπη γᾶς, Λατ. ubi terrarum, εἰς οἱονδήποτε [[μέρος]] τοῦ κόσμου, Εὐρ. Ἡρακλ. 19, 46· πρβλ. [[ὅποι]] Ι. 1. C. ΙΙ. ἐπὶ τρόπου, καθ’ ὃν τρόπον, [[ὅπως]], Ἰλ. Υ. 25, Ὀδ. Α. 347· συχνότερον παρ’ Ἀττ., [[οἷον]] Αἰσχύλ. Πρ. 586, 907, Ἀγ. 67, κ. ἀλλ., Θουκ. 1. 129, Λυσ. 139. 45, κτλ.· συναπτόμενον μετὰ τοῦ [[ὅπως]], ὅπη ἔχει καὶ [[ὅπως]] Πλάτ. Πολ. 612Α, πρβλ. Νόμ. 899Α, Β, κτλ.· ὅπη ἔτυχεν Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 6, 21· - ὅπη ἂν, μεθ’ ὑποτακτ., ὡς ἕτεροι σύνδεσμοι, ὅπη ἄν δοκεῖ ἀμφοτέροις Συνθήκ. παρὰ Θουκ. 5. 18· ὅπα κα δικαιότατα ὁ αὐτ. 6. 8, πρβλ. 8. 56· - ἔσθ’ ὅπη ἢ ἔστιν ὅπη, κατά τινα τρόπον, Πλάτ. Πολ. 486Β, Πρωτ. 331D· οὐκ ἔστιν ὅπη Αἰσχίν. 83· ἐν τέλ.· - μεταγεν. ἐπὶ χρόνου, Εὐσεβ. Ἐκκλ. Ἱστ. 8. 7, κτλ.· ἴδε Λοβ. εἰς Φρύν. 271. ΙΙΙ. μετ’ ἄλλων μορίων, ὅπη δὴ Ἰλ. Χ. 185, Πλάτ. κλ., ἴδε Böckh εἰς Πινδ. Ο. 11. 62· ὅπη ποτὲ Πλάτ. Σοφ. 231C, Πολ. 372Ε· ὅπη δή ποτε ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιστ. 338Α· μετὰ γεν., τοὺς ὅπη ποτὲ κατοικοῦντας Εὐρώπης Πλουτ. Περικλ. 17· - ὅπη οὖν, ἢ [[ὁπηοῦν]] Πλάτ. Πρωτ. 353D, Νόμ. 950Α· ὁπηγοῦν ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 187D· - ὅπηπερ, ὅπηπερ ἂν Σοφ. Ο. Τ. 1458, Πλάτ. Σοφιστ. 251Α, Τίμ. 45C, κτλ.· - πρβλ. ὁπωστιοῦν. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |