ῥοῖζος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - " ιονιξ " to " ''Ionic'' ")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0848.png Seite 848]] ὁ, ion. ἡ, Geräusch, Gesause, Geschwirr, womit ein Körper sich bewegt; vom Sausen der Pfeile, Il. 16, 361; vom Pfeifen der Hirten, [[πολλῇ]] ῥοίζῳ, Od. 9, 315; auch die Schnelligkeit, Gewalt.eines bewegten Körpers, Sp., vgl. Opp. Hal. 2, 352; Luc. amor. 6; Plut. Marcell. 15.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0848.png Seite 848]] ὁ, ion. ἡ, Geräusch, Gesause, Geschwirr, womit ein Körper sich bewegt; vom Sausen der Pfeile, Il. 16, 361; vom Pfeifen der Hirten, [[πολλῇ]] ῥοίζῳ, Od. 9, 315; auch die Schnelligkeit, Gewalt.eines bewegten Körpers, Sp., vgl. Opp. Hal. 2, 352; Luc. amor. 6; Plut. Marcell. 15.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>I.</b> bruit intense, <i>d'où</i><br /><b>1</b> sifflement (d’un trait, du vent, d’une flûte de berger);<br /><b>2</b> battement d’ailes;<br /><b>3</b> bruit sourd, grondement d’un courant;<br /><b>II.</b> impétuosité.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. [[ῥοῖβδος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥοῖζος''': ὁ, Ἰωνικ. ἡ, ὁ συριγμὸς βέλους, Ἰλ. Π. 361, πρβλ. Πλουτ. Μάρκελλ. 15, κτλ.· ἢ μάστιγος, Ὀππ. Ἁλ. 2. 352· ― πᾶς [[ἦχος]] [[συριγματώδης]] ἢ [[αὐλητικός]], [[οἷον]] [[σύριγμα]] τοῦ ποιμένος, πολλῇ ῥοίζῳ Ὀδ. Ι. 315· ῥ. πνευμάτων Πλούτ. 2. 18Β· ἡ ὁρμητικὴ [[κίνησις]] τῶν πτερύγων πτηνοῦ, Αἰλ. π. Ζ. 2. 26· ἡ βιαία καὶ [[θορυβώδης]] [[κίνησις]] ῥεύματος, ῥύακος, [[αὐτόθι]] 17. 17· ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1028. 60· ὁ συριγμὸς ὄφεως, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 138, 1543· ἐν χρήσει ἐπὶ τοῦ ἤχου τοῦ παραγομένου ἐκ τῆς ῥινήσεως, Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 35· ἐπὶ τοῦ γράμματος ῥ. Διον. Ἁλ. περὶ Συνθέσ. 14. ― Πρβλ. [[ῥοῖβδος]], [[ῥόθος]]. ΙΙ. ὁρμητικὴ [[κίνησις]], [[ὁρμή]], [[φορά]], [[οἷον]], [[ῥόθος]], [[ῥύμη]], Πλουτ. Μάρκελλ. 15, Δημήτρ. 21.
|lstext='''ῥοῖζος''': ὁ, Ἰωνικ. ἡ, ὁ συριγμὸς βέλους, Ἰλ. Π. 361, πρβλ. Πλουτ. Μάρκελλ. 15, κτλ.· ἢ μάστιγος, Ὀππ. Ἁλ. 2. 352· ― πᾶς [[ἦχος]] [[συριγματώδης]] ἢ [[αὐλητικός]], [[οἷον]] [[σύριγμα]] τοῦ ποιμένος, πολλῇ ῥοίζῳ Ὀδ. Ι. 315· ῥ. πνευμάτων Πλούτ. 2. 18Β· ἡ ὁρμητικὴ [[κίνησις]] τῶν πτερύγων πτηνοῦ, Αἰλ. π. Ζ. 2. 26· ἡ βιαία καὶ [[θορυβώδης]] [[κίνησις]] ῥεύματος, ῥύακος, [[αὐτόθι]] 17. 17· ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1028. 60· ὁ συριγμὸς ὄφεως, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 138, 1543· ἐν χρήσει ἐπὶ τοῦ ἤχου τοῦ παραγομένου ἐκ τῆς ῥινήσεως, Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 35· ἐπὶ τοῦ γράμματος ῥ. Διον. Ἁλ. περὶ Συνθέσ. 14. ― Πρβλ. [[ῥοῖβδος]], [[ῥόθος]]. ΙΙ. ὁρμητικὴ [[κίνησις]], [[ὁρμή]], [[φορά]], [[οἷον]], [[ῥόθος]], [[ῥύμη]], Πλουτ. Μάρκελλ. 15, Δημήτρ. 21.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>I.</b> bruit intense, <i>d'où</i><br /><b>1</b> sifflement (d’un trait, du vent, d’une flûte de berger);<br /><b>2</b> battement d’ailes;<br /><b>3</b> bruit sourd, grondement d’un courant;<br /><b>II.</b> impétuosité.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. [[ῥοῖβδος]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth