ῥοῖζος

From LSJ

ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥοῖζος Medium diacritics: ῥοῖζος Low diacritics: ροίζος Capitals: ΡΟΙΖΟΣ
Transliteration A: rhoîzos Transliteration B: rhoizos Transliteration C: roizos Beta Code: r(oi=zos

English (LSJ)

ὁ, Ion. ἡ,
A whistling or whizzing of an arrow, Il.16.361, cf. Plu.Marc.15, Onos.19.3, etc.; of a scourge, Opp.H.2.352: any whistling or piping sound, as of a shepherd, πολλῇ ῥοῖζος Od.9.315; πνευμάτων ῥοῖζος Plu.2.18c; rush of wings, LXX Wi.5.11, Ael.NA2.26; of a stream, LXX Ez.47.5, Ael.NA17.17; of the sea, Hymn.Is.150; of the noise of a falling tree, Q.S.1.251; hissing of a serpent, A.R. 4.138, 1543; used of the sound made by filing, Arist.Aud.802a39; of the letter ρ, Phld.Po.Herc.994.29, D.H.Comp.14, S.E.M.1.102.
II rushing motion, rush, swing, Plu.Marc.15, Demetr.21, Epic. in Arch.Pap.7p.4.

German (Pape)

[Seite 848] ὁ, ion. ἡ, Geräusch, Gesause, Geschwirr, womit ein Körper sich bewegt; vom Sausen der Pfeile, Il. 16, 361; vom Pfeifen der Hirten, πολλῇ ῥοίζῳ, Od. 9, 315; auch die Schnelligkeit, Gewalt.eines bewegten Körpers, Sp., vgl. Opp. Hal. 2, 352; Luc. amor. 6; Plut. Marcell. 15.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
I. bruit intense, d'où
1 sifflement (d'un trait, du vent, d'une flûte de berger);
2 battement d'ailes;
3 bruit sourd, grondement d'un courant;
II. impétuosité.
Étymologie: DELG cf. ῥοῖβδος.

Russian (Dvoretsky)

ῥοῖζος: ὁ, ион. ἡ
1 свист, визг (ὀϊοτῶν Hom.; πνευμάτων Plut.);
2 шум (τῆς φορᾶς Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ῥοῖζος: ὁ, Ἰωνικ. ἡ, ὁ συριγμὸς βέλους, Ἰλ. Π. 361, πρβλ. Πλουτ. Μάρκελλ. 15, κτλ.· ἢ μάστιγος, Ὀππ. Ἁλ. 2. 352· ― πᾶς ἦχος συριγματώδηςαὐλητικός, οἷον σύριγμα τοῦ ποιμένος, πολλῇ ῥοίζῳ Ὀδ. Ι. 315· ῥ. πνευμάτων Πλούτ. 2. 18Β· ἡ ὁρμητικὴ κίνησις τῶν πτερύγων πτηνοῦ, Αἰλ. π. Ζ. 2. 26· ἡ βιαία καὶ θορυβώδης κίνησις ῥεύματος, ῥύακος, αὐτόθι 17. 17· ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1028. 60· ὁ συριγμὸς ὄφεως, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 138, 1543· ἐν χρήσει ἐπὶ τοῦ ἤχου τοῦ παραγομένου ἐκ τῆς ῥινήσεως, Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 35· ἐπὶ τοῦ γράμματος ῥ. Διον. Ἁλ. περὶ Συνθέσ. 14. ― Πρβλ. ῥοῖβδος, ῥόθος. ΙΙ. ὁρμητικὴ κίνησις, ὁρμή, φορά, οἷον, ῥόθος, ῥύμη, Πλουτ. Μάρκελλ. 15, Δημήτρ. 21.

English (Autenrieth)

(cf. ῥοῖβδος, ῥοιβδέω): whistling, whizzing, of arrows, Il. 16.361; of the shepherd's call, Od. 9.315.

English (Slater)

ῥοῑζος rushing sound ῥ]οῖζον κ[ (supp. Lobel) Δ. 4. a. 7.

Spanish

ruido

Greek Monolingual

ο / ῥοῑζος, ΝΜΑ, και ιων. τ. ῥοῑζος, ἡ, Α
νεοελλ.
ιατρ. αίσθημα τρομώδους δονήσεως, αντιληπτό κατά την ψηλάφηση και την ακρόαση, λ.χ. σε στένωση της μιτροειδούς βαλβίδας της καρδιάς, όπου θυμίζει ροχαλητό γάτας
μσν.
(σχετικά με τους ψαλμούς) ανάγνωση με γοργό ρυθμό
μσν.-αρχ.
ο ήχος που παράγεται από τη γρήγορη κίνηση ενός σώματος, ιδίως ο συριγμός του βέλους (α. «πολλῷ τῷ ῥοίζῳ τοῦ πάθους τῆς ψυχῆς ὑποσυρομένης», Ιωάνν. Χρυσ.
β. «ῥοῑζος χειμάρρου, ὅν οὐ διαβήσονται», ΠΔ
γ. «καὶ πνευμάτων ῥοῑζον καὶ θαλάττης κτύπον». Πλούτ.
δ. «ὀϊστῶν τε ῥοῖζον καὶ δοῦπον ἀκόντων», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. ο ρόχθος τών κυμάτων της θάλασσας
2. ο ήχος από την προφορά του φθόγγου ρ
3. η γρήγορη ορμητική κίνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ῥοῖζος (πιβ. < ῥοῖβ-jος) συνδέεται μάλλον με τη συνώνυμη της ῥοῖβδος, εφόσον δεχθούμε την ύπαρξη ρίζας roi-gw. Κατ' άλλους, όμως, η λ. ανάγεται σε αρχικό τ. ροισ-δος (πρβλ. φλοῖσβος)].

Greek Monotonic

ῥοῖζος: ὁ, Ιων. ἡ,
I. σφύριγμα ή συριγμός βέλους, σε Ομήρ. Ιλ.· κάθε είδους συριγματικός ή αυλητικός ήχος, όπως το σφύριγμα του τσοπάνη, σε Ομήρ. Οδ.
II. ορμητική κίνηση, ορμή, φόρα, σε Πλούτ. (ηχομιμ. λέξη).

Frisk Etymological English

Grammatical information: m. (f. ι 315; cf. Schw.-Debrunner 34 n. 1).
Meaning: buzzing, rushing, humming, of arrows, wings, water etc. (ep. Π 361, hell.).
Compounds: As 2. member a.o. in ἁλί-ρροιζος roared around by the sea (Nonn.).
Derivatives: 1. adj. ῥοιζ-ώδης (medic.), -ήεις (hell. inscr., Nonn.), -αῖος (Orac. Chald.) buzzing, rushing, humming etc.; 2. adv. -ηδόν (Nic., Lyc., 2. Ep. Pet.), -ηδά (Nic.) with rushing, with humming; 3. verb ῥοιζέω, also w. ἐπι-, ἀνα- a.o., to buzz, to hum, to hiss, to rush, also trans. to make buzz etc. (ep. Κ 502, hell.) with ῥοίζ-ημα n. (Ar.), -ησις f. (Aq.) buzz, buzzing, -ήτωρ m. noisemaker (Orph.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Like ῥοῖβδος expressive onomatop.; without connection. Uncertain suppositions on the basic form in the lit. on ῥοῖβδος; s. also Risch $ 64 a.

Middle Liddell

ῥοῖζος, ὁ, Ionic ἡ,
I. the whistling or whizzing of an arrow, Il.:—any whistling or piping sound, as of a shepherd, Od.
II. rushing motion, a rush, swing, Plut. [Formed from the sound.]

Frisk Etymology German

ῥοῖζος: {rhoĩzos}
Grammar: m. (f. ι 315; vgl. Schw.-Debrunner 34 A. 1)
Meaning: Geschwirr, Geräusch, Gesumm, von Pfeilen, Flügeln, Wasser usw. (ep. seit Π 361, hell. u. sp. Prosa).
Composita : Als Hinterglied u.a. in ἁλίρροιζος meerumbraust (Nonn.).
Derivative: Davon 1. die Adj. ῥοιζώδης (Mediz. u.a.), -ήεις (hell. Inschr., Nonn.), -αῖος (Orac. Chald.) schwirrend, rauschend, summend; 2. die Adv. -ηδόν (Nik., Lyk., 2. Ep. Pet. u.a.), -ηδά (Nik.) mit Geräusch, mit Gesumm; 3. das Verb ῥοιζέω, auch m. ἐπι-, ἀνα- u.a., schwirren, summen, zischen, rauschen, auch trans. schwirren machen (ep. seit Κ 502, hell. u. sp. Prosa) mit ῥοίζημα n. (Ar. u.a.), -ησις f. (Aq. u.a.) Geschwirr, das Schwirren, -ήτωρ m. Geräuschmacher (Orph.).
Etymology : Wie ῥοῖβδος expressive Lautnachahmung; ohne Anknüpfung. Unsichere Vermutungen zur Grundform in der Lit. zu ῥοῖβδος; s. auch Risch par. 64 a.
Page 2,662

Léxico de magia

ruido como señal de la divinidad δὸς ῥοῖζον καὶ δὸς ἱερὸν ἄγγελον ἢ πάρεδρον ὅσιον διακονήσοντα τῇ σήμερον νυκτί dame un ruido, dame un sagrado ángel o un santo asesor que me sirva esta noche P VII 883