βάσανος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=ου (ἡ) :<br /><b>I.</b> pierre de touche;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> <b>1</b> moyen d'éprouver, épreuve;<br /><b>2</b> épreuve par la torture, mise à la question.<br />'''Étymologie:''' DELG mot <i>égyptien</i> bahan, désignant une espèce de schiste utilisé comme pierre de touche.
|btext=ου (ἡ) :<br /><b>I.</b> pierre de touche;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> <b>1</b> moyen d'éprouver, épreuve;<br /><b>2</b> épreuve par la torture, mise à la question.<br />'''Étymologie:''' DELG mot <i>égyptien</i> bahan, désignant une espèce de schiste utilisé comme pierre de touche.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''βάσᾰνος''': [βᾰ], ἡ, [[Λυδία]] [[λίθος]],ἡ πρὸς δοκιμὴν τοῦ χρυσίου, Λατ. la pis Lvdius, μέλαινα τὴν χροιάν, ἐφ' ἧς ὁ καθαρὸς χρυσὸς τριβεὶς ἀφίνει ἰδιαίτερον [[ἴχνος]],ἐς βάσανον δ' ἐλθὼν παρατρίβομαι [[ὥστε]] μολύβδῳ χρυσὸς Θέογν. 417· χρυσὸν τριβόμενον βασάνῳ [[αὐτόθι]] 450, πρβλ. 1005· παρατρίβεσθαι πρὸς τὰς β. Ἀριστ.π.Χρωμ.3.7. ΙΙ.ἡ [[χρῆσις]] τῆς λίθου ταύτης πρὸς δοκιμήν, χρυσὸς ἐν βασάνῳ πρέπει Πίνδ. II.10.105· [[καθόλου]], δοκιμὴ καὶ [[ἔρευνα]] ὁρίζουσα ἂν τὸ [[πρᾶγμα]] [[εἶναι]] γνήσιον, σωστὸν ἢ πραγματικόν, οὐκ ἔστι μείζων;β. χρόνου Σιμων.101· ἐς πᾶσαν β. ἀπικνέεσθαι Ἡρόδ. 8.110· δοῦναί τι βασάνῳ Πίνδ. Ν.8.33· σοφὸς ὤφθη, βασάνῳ θ' ἁδύπολις Σοφ. Ο.Τ.510. πρβλ. 494· βάσανον λαμβάνειν [[περί]] τινος Πλάτ. Νόμ. 648Β· εἰς β. εἶ χερῶν, θὰ ἔλθῃς εἰς δοκιμὴν τῆς ἰσχύος σου .Σοφ. Ο.Κ. 835· [[πλοῦτος]] β. ἀνθρώπου τρόπων Ἀντιφ. ἐν Ἀδήλ. 60· [νόσου]ἔσχ' ἐπί σοὶ βάσανον, σὺ πρῶτος τὴν ἐδοκίμασας,δηλ. σὺ πρῶτος τὴν εἶχες, Ἐπιγράμ. Ἑλλην. 722· πρβλ. [[ἔλεγχος]] ΙΙ. ΙΙΙ. [[ἐξέτασις]] διὰ βασάνου, [[ἀνάκρισις]] δι' ἐφαρμογῆς βασάνου, ἐν χρήσει πρὸς ἀπόσπασιν μαρτυρίας ἀπὸ τῶν δούλων, Ἀντιφῶν 112.24.,133.29,κτλ.., ἴδε Ἀριστ. Ρητ. 1.15,26· εἰς βάσανον παραδιδόναι Ἰσαῖ. 70.34· ἐκ βασάνων εἰπεῖν [[αὐτόθι]] 8· κατὰ πληθ., [[ὁμολογία]] διὰ βασάνου, Δημ. 1254.9· -ἦτο ἀπηγορευμένον νὰ βασανίσῃ τις τὸν ἐλεύθερον ἐν Ἀθήναις,Ἀνδοκ. 6.44,Λυσ. 102.4.,132.16· ἴδε Λεξ. Ἀρχαιοτήτων ἐν λ. tormentum. 2) [[κόπος]] βασανιστικός, [[βάσανος]] τῆς νόσου,κτλ.., Σέξτ. Ἐμπ. Μ.6.24, Εὐαγγ. κ. Ματθ. δ', 24. (Ἐν τῇ Σανσκρ. [[ὡσαύτως]] ἀπαντᾷ μεμονωμένος τις [[τύπος]] p âshânas (lapis),καὶ ἐν τῇ Ἑβραïκῇ, Bâshan=Βασαλτικὴ [[χώρα]]· ἀλλ' &quot;η ἀρχὴ τῶν λέξεων τούτων [[εἶναι]] [[ἄγνωστος]]).
|elnltext=[[βάσανος]] -ου, ἡ<br /><b class="num">1.</b> toetssteen (om zuiverheid v. e. edelmetaal vast te stellen).<br /><b class="num">2.</b> uitbr.<br /><b class="num">3.</b> onderzoeking, toetsing:. σοφὸς ὤφθη βασάνῳ θ’ [[ἡδύπολις]] hij werd gezien als een wijs man en onder beproeving dierbaar aan de stad Soph. OT 510 (lyr.); [[τῶν]] πολιτῶν βάσανον λαμβάνειν de proef nemen van de medeburgers Plat. Lg. 648b.<br /><b class="num">4.</b> ondervraging (m. n. onder foltering); vandaar ook foltering:; ἐς πᾶσαν βάσανον ἀπικνεομένοισι ook al moesten ze elke vorm van foltering doorstaan Hdt. 8.110.2; ὑπάρχων ἐν βασάνοις gekweld door folteringen (in de Hades) NT Luc. 16.23; bewijs verkregen door foltering. Aristot. Rh. 1355b37.
}}
{{elru
|elrutext='''βάσᾰνος:''' (βᾰ) <br /><b class="num">1)</b> [[пробный камень]] Pind., Arst., Anth.;<br /><b class="num">2)</b> [[проба]], [[испытание]] (ἐπὶ βάσανον ἀναφέρειν τι и βάσανον λαμβάνειν τινός Plat.): ἐς βάσανον εἶ χερῶν Soph. ты испытаешь силу (наших) рук;<br /><b class="num">3)</b> [[допрос с пристрастием]], [[пытка]] (ἐκ βασάνων τἀληθῆ λέγειν Isae.): ἐς πᾶσαν βάσανον ἀφικνεῖσθαι Her. подвергаться всяческим пыткам;<br /><b class="num">4)</b> [[доказательство]] (βασανον [[διδόναι]] Arph., Xen., Plat.);<br /><b class="num">5)</b> pl. [[признание под пыткой]] Dem.;<br /><b class="num">6)</b> [[мучение]], [[страдание]] Sext., NT.
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: <b class="b2">touchstone, inquiry (by torture), agony</b> (Pi.).<br />Derivatives: <b class="b3">βασανίτης λίθος</b> (H., cf. Redard Noms grecs en -της 53). Denom. [[βασανίζω]] <b class="b2">put to the test, inquire (by torture)</b> (Ion.-Att.).<br />Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Egypt. (Lyd.)<br />Etymology: From Egypt. <b class="b2">baḫan</b>, a stone, used by the Egyptians as touchstone of gold. It came to Greece through Lydia (<b class="b3">Λυδία λίθος</b> B. 22); the [[σ]] for <b class="b2">ḫ</b> is unclear. Sethe BerlSb. 1933, 894ff.; Kretschmer Glotta 24, 90. - In Plin. 36, 58 [[basaniten]] became [[basalten]] by mistake, from where [[basalt]] originated, s. Niedermann Mus. Helv. 2, 127f.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[deriv. uncertain]<br /><b class="num">I.</b> the [[touch]]-[[stone]], Lat. [[lapis]] [[Lydius]], a [[dark]]-coloured [[stone]] on [[which]] [[pure]] [[gold]], [[when]] rubbed, leaves a [[peculiar]] [[mark]], Theogn.: [[hence]].<br /><b class="num">II.</b> [[generally]], a [[test]], [[trial]] [[whether]] a [[thing]] be [[genuine]] or [[real]], Hdt., Soph.<br /><b class="num">III.</b> [[inquiry]] by [[torture]], the "[[question]], " [[torture]], used to [[extort]] [[evidence]] from slaves, Oratt.<br /><b class="num">2.</b> [[torture]] of [[disease]], NTest.
}}
}}
{{Slater
{{Slater
Line 40: Line 49:
|lsmtext='''βάσᾰνος:''' [βᾰ], ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[Λυδία]] [[λίθος]], η οποία χρησιμοποιούνταν για τη [[δοκιμή]] του χρυσού, Λατ. [[lapis]] [[Lydius]], μια σκουρόχρωμη [[πέτρα]] επί της οποίας, όταν τριφθεί καθαρό [[χρυσάφι]], αφήνει ένα χαρακτηριστικό [[σημάδι]], [[ίχνος]], σε Θέογν.<br /><b class="num">II.</b> γενικά, μια [[δοκιμασία]] που αποβλέπει στο να εξακριβώσει αν ένα [[πράγμα]] είναι γνήσιο ή πραγματικό, σε Ηρόδ., Σοφ.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[αναζήτηση]] της αλήθειας μέσω βασανισμού, «η [[ανάκριση]]», το [[μαρτύριο]] για [[απόσπαση]] μαρτυρίας, το οποίο εφαρμοζόταν σε δούλους, στους Ρήτ.<br /><b class="num">2.</b> το [[μαρτύριο]] μιας αρρώστιας, σε Καινή Διαθήκη (αμφίβ. προέλ.).
|lsmtext='''βάσᾰνος:''' [βᾰ], ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[Λυδία]] [[λίθος]], η οποία χρησιμοποιούνταν για τη [[δοκιμή]] του χρυσού, Λατ. [[lapis]] [[Lydius]], μια σκουρόχρωμη [[πέτρα]] επί της οποίας, όταν τριφθεί καθαρό [[χρυσάφι]], αφήνει ένα χαρακτηριστικό [[σημάδι]], [[ίχνος]], σε Θέογν.<br /><b class="num">II.</b> γενικά, μια [[δοκιμασία]] που αποβλέπει στο να εξακριβώσει αν ένα [[πράγμα]] είναι γνήσιο ή πραγματικό, σε Ηρόδ., Σοφ.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[αναζήτηση]] της αλήθειας μέσω βασανισμού, «η [[ανάκριση]]», το [[μαρτύριο]] για [[απόσπαση]] μαρτυρίας, το οποίο εφαρμοζόταν σε δούλους, στους Ρήτ.<br /><b class="num">2.</b> το [[μαρτύριο]] μιας αρρώστιας, σε Καινή Διαθήκη (αμφίβ. προέλ.).
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''βάσᾰνος:''' (βᾰ) <br /><b class="num">1)</b> [[пробный камень]] Pind., Arst., Anth.;<br /><b class="num">2)</b> [[проба]], [[испытание]] (ἐπὶ βάσανον ἀναφέρειν τι и βάσανον λαμβάνειν τινός Plat.): ἐς βάσανον εἶ χερῶν Soph. ты испытаешь силу (наших) рук;<br /><b class="num">3)</b> [[допрос с пристрастием]], [[пытка]] (ἐκ βασάνων τἀληθῆ λέγειν Isae.): ἐς πᾶσαν βάσανον ἀφικνεῖσθαι Her. подвергаться всяческим пыткам;<br /><b class="num">4)</b> [[доказательство]] (βασανον [[διδόναι]] Arph., Xen., Plat.);<br /><b class="num">5)</b> pl. [[признание под пыткой]] Dem.;<br /><b class="num">6)</b> [[мучение]], [[страдание]] Sext., NT.
|lstext='''βάσᾰνος''': [βᾰ], ἡ, ἡ [[Λυδία]] [[λίθος]],ἡ πρὸς δοκιμὴν τοῦ χρυσίου, Λατ. la pis Lvdius, μέλαινα τὴν χροιάν, ἐφ' ἧς ὁ καθαρὸς χρυσὸς τριβεὶς ἀφίνει ἰδιαίτερον [[ἴχνος]],ἐς βάσανον δ' ἐλθὼν παρατρίβομαι [[ὥστε]] μολύβδῳ χρυσὸς Θέογν. 417· χρυσὸν τριβόμενον βασάνῳ [[αὐτόθι]] 450, πρβλ. 1005· παρατρίβεσθαι πρὸς τὰς β. Ἀριστ.π.Χρωμ.3.7. ΙΙ.[[χρῆσις]] τῆς λίθου ταύτης πρὸς δοκιμήν, χρυσὸς ἐν βασάνῳ πρέπει Πίνδ. II.10.105· [[καθόλου]], δοκιμὴ καὶ [[ἔρευνα]] ὁρίζουσα ἂν τὸ [[πρᾶγμα]] [[εἶναι]] γνήσιον, σωστὸν ἢ πραγματικόν, οὐκ ἔστι μείζων;β. χρόνου Σιμων.101· ἐς πᾶσαν β. ἀπικνέεσθαι Ἡρόδ. 8.110· δοῦναί τι βασάνῳ Πίνδ. Ν.8.33· σοφὸς ὤφθη, βασάνῳ θ' ἁδύπολις Σοφ. Ο.Τ.510. πρβλ. 494· βάσανον λαμβάνειν [[περί]] τινος Πλάτ. Νόμ. 648Β· εἰς β. εἶ χερῶν, θὰ ἔλθῃς εἰς δοκιμὴν τῆς ἰσχύος σου .Σοφ. Ο.Κ. 835· [[πλοῦτος]] β. ἀνθρώπου τρόπων Ἀντιφ. ἐν Ἀδήλ. 60· [νόσου]ἔσχ' ἐπί σοὶ βάσανον, σὺ πρῶτος τὴν ἐδοκίμασας,δηλ. σὺ πρῶτος τὴν εἶχες, Ἐπιγράμ. Ἑλλην. 722· πρβλ. [[ἔλεγχος]] ΙΙ. ΙΙΙ. [[ἐξέτασις]] διὰ βασάνου, [[ἀνάκρισις]] δι' ἐφαρμογῆς βασάνου, ἐν χρήσει πρὸς ἀπόσπασιν μαρτυρίας ἀπὸ τῶν δούλων, Ἀντιφῶν 112.24.,133.29,κτλ.., ἴδε Ἀριστ. Ρητ. 1.15,26· εἰς βάσανον παραδιδόναι Ἰσαῖ. 70.34· ἐκ βασάνων εἰπεῖν [[αὐτόθι]] 8· κατὰ πληθ., [[ὁμολογία]] διὰ βασάνου, Δημ. 1254.9· -ἦτο ἀπηγορευμένον νὰ βασανίσῃ τις τὸν ἐλεύθερον ἐν Ἀθήναις,Ἀνδοκ. 6.44,Λυσ. 102.4.,132.16· ἴδε Λεξ. Ἀρχαιοτήτων ἐν λ. tormentum. 2) [[κόπος]] βασανιστικός, [[βάσανος]] τῆς νόσου,κτλ.., Σέξτ. Ἐμπ. Μ.6.24, Εὐαγγ. κ. Ματθ. δ', 24. (Ἐν τῇ Σανσκρ. [[ὡσαύτως]] ἀπαντᾷ μεμονωμένος τις [[τύπος]] p âshânas (lapis),καὶ ἐν τῇ Ἑβραïκῇ, Bâshan=Βασαλτικὴ [[χώρα]]· ἀλλ' &quot;η ἀρχὴ τῶν λέξεων τούτων [[εἶναι]] [[ἄγνωστος]]).
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: <b class="b2">touchstone, inquiry (by torture), agony</b> (Pi.).<br />Derivatives: <b class="b3">βασανίτης λίθος</b> (H., cf. Redard Noms grecs en -της 53). Denom. [[βασανίζω]] <b class="b2">put to the test, inquire (by torture)</b> (Ion.-Att.).<br />Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Egypt. (Lyd.)<br />Etymology: From Egypt. <b class="b2">baḫan</b>, a stone, used by the Egyptians as touchstone of gold. It came to Greece through Lydia (<b class="b3">Λυδία λίθος</b> B. 22); the [[σ]] for <b class="b2">ḫ</b> is unclear. Sethe BerlSb. 1933, 894ff.; Kretschmer Glotta 24, 90. - In Plin. 36, 58 [[basaniten]] became [[basalten]] by mistake, from where [[basalt]] originated, s. Niedermann Mus. Helv. 2, 127f.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[deriv. uncertain]<br /><b class="num">I.</b> the [[touch]]-[[stone]], Lat. [[lapis]] [[Lydius]], a [[dark]]-coloured [[stone]] on [[which]] [[pure]] [[gold]], [[when]] rubbed, leaves a [[peculiar]] [[mark]], Theogn.: [[hence]].<br /><b class="num">II.</b> [[generally]], a [[test]], [[trial]] [[whether]] a [[thing]] be [[genuine]] or [[real]], Hdt., Soph.<br /><b class="num">III.</b> [[inquiry]] by [[torture]], the "[[question]], " [[torture]], used to [[extort]] [[evidence]] from slaves, Oratt.<br /><b class="num">2.</b> [[torture]] of [[disease]], NTest.
}}
{{elnl
|elnltext=[[βάσανος]] -ου, ἡ<br /><b class="num">1.</b> toetssteen (om zuiverheid v. e. edelmetaal vast te stellen).<br /><b class="num">2.</b> uitbr.<br /><b class="num">3.</b> onderzoeking, toetsing:. σοφὸς ὤφθη βασάνῳ θ’ [[ἡδύπολις]] hij werd gezien als een wijs man en onder beproeving dierbaar aan de stad Soph. OT 510 (lyr.); [[τῶν]] πολιτῶν βάσανον λαμβάνειν de proef nemen van de medeburgers Plat. Lg. 648b.<br /><b class="num">4.</b> ondervraging (m. n. onder foltering); vandaar ook foltering:; ἐς πᾶσαν βάσανον ἀπικνεομένοισι ook al moesten ze elke vorm van foltering doorstaan Hdt. 8.110.2; ὑπάρχων ἐν βασάνοις gekweld door folteringen (in de Hades) NT Luc. 16.23; bewijs verkregen door foltering. Aristot. Rh. 1355b37.
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe